λαφυροπώλης: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />marchand qui achète le butin aux soldats.<br />'''Étymologie:''' [[λάφυρον]], [[πωλέω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />[[marchand qui achète le butin aux soldats]].<br />'''Étymologie:''' [[λάφυρον]], [[πωλέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:55, 8 January 2023
English (LSJ)
ου, ὁ, A seller of booty, one who has bought up booty to retail, X.An.7.7.56, Dionys.Com.3.16 (s.v.l.). II in plural, at Sparta, officers attached to the king's staff, who took charge of the booty, X.Lac.13.11, HG4.1.26.
German (Pape)
[Seite 19] ὁ, der die Beute im Ganzen an sich kauft und sie dann im Einzelnen wieder verkauft, Dionys. com. bei Ath. IX, 381 e; Xen. Hell. 4, 1, 26 Lac. 13, 11.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
marchand qui achète le butin aux soldats.
Étymologie: λάφυρον, πωλέω.
Russian (Dvoretsky)
λᾰφῡροπώλης: ου ὁ продавец военной добычи, уполномоченный по продаже награбленного Xen., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰφῡροπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν λάφυρα, ὁ ἀγοράζων «χονδρικῶς» λάφυρα πρὸς πώλησιν «λιανικήν», Λατ. sector, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 56, Ἑλλ. 4. 1. 26, κτλ. ΙΙ. ἐν Σπάρτῃ λαφυροπῶλαι ἦσαν ἀξιωματικοὶ ἐν τῇ ὑπηρεσίᾳ τοῦ βασιλέως φροντίζοντες περὶ τῶν λαφύρων, ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 13, 11, πρβλ. Müller Dor. 2. σ. 251 (τῆς Ἀγγλικῆς μεταφρ.).
Greek Monolingual
ο (Α λαφυροπώλης)
αυτός που αγοράζει συνολικά τα λάφυρα για λειανική πώληση, μεταπωλητής λαφύρων («καὶ λαφυροπώλας καταστήσαντες ἐπώλουν», Ξεν.)
αρχ.
στον πληθ. οἱ λαφυροπῶλαι
(στη Σπάρτη) αξιωματικοί στην υπηρεσία του βασιλιά που φρόντιζαν για τα λάφυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάφυρον + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. λαχανοπώλης, μυροπώλης.
Greek Monotonic
λᾰφῡροπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), πωλητής λαφύρων, αυτός που αγοράζει «χονδρικά» λεία πολέμου για να την πουλήσει «λιανικά», Λατ. sector, σε Ξεν.
Middle Liddell
λᾰφῡρο-πώλης, ου, ὁ, πωλέω
a seller of booty, one who has bought up booty to retail, Lat. sector, Xen.