μεταλλευτής: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />mineur.<br />'''Étymologie:''' [[μεταλλεύω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[mineur]].<br />'''Étymologie:''' [[μεταλλεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:00, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταλλευτής Medium diacritics: μεταλλευτής Low diacritics: μεταλλευτής Capitals: ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΗΣ
Transliteration A: metalleutḗs Transliteration B: metalleutēs Transliteration C: metalleftis Beta Code: metalleuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A one who searches for metals or water, miner, Str.9.2.18, 15.1.30, Man.4.259. 2 metallurgist, Procl.Par.Ptol.250 (pl.).

German (Pape)

[Seite 149] ὁ, der nach Metallen und andern Fossilien, auch Wasser unter der Erde sucht, der Bergmann, Minirer, Strab. IX, 407 u. a. Sp., wie Man. 4, 259; – μεταλλευτὴς λίθων, Moeris.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
mineur.
Étymologie: μεταλλεύω.

Greek (Liddell-Scott)

μεταλλευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀναζητῶν μέταλλα ἢ ὕδωρ, μεταλλουργός, Στράβ. 407, 700· ― Ποιητ. μεταλλευτήρ, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρασ. 621.

Greek Monolingual

ο (Α μεταλλευτής) μεταλλεύω
αυτός που αναζητεί και εξορύσσει μετάλλευμα, μεταλλωρύχος
αρχ.
μεταλλουργικός.

Greek Monotonic

μεταλλευτής: -οῦ, ὁ, κάποιος που ψάχνει για μέταλλα, μεταλλωρύχος, σε Στράβ.

Middle Liddell

μεταλλευτής, οῦ, ὁ,
one who searches for metals, a miner, Strab. [from μεταλλεύω