μιτοεργός: Difference between revisions
From LSJ
μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui travaille le fil.<br />'''Étymologie:''' [[μίτος]], [[ἔργον]]. | |btext=ος, ον :<br />[[qui travaille le fil]].<br />'''Étymologie:''' [[μίτος]], [[ἔργον]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:00, 8 January 2023
English (LSJ)
όν, working the thread, AP6.289 (Leon.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui travaille le fil.
Étymologie: μίτος, ἔργον.
Greek (Liddell-Scott)
μῐτοεργός: -όν, ὁ ἐργαζόμενος τὸν μίτον, τὴν κλωστήν, ἐπὶ τῆς ἀτράκτου, Ἀνθ. Π. 6. 289.
Greek Monolingual
μιτοεργός, -όν (Α)
(για το αδράχτι) αυτός που χειρίζεται τον μίτο, την κλωστή του στημονιού («τὸν μιτοεργὸν άειδίνητον ἄτρακτον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίτος + -εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργός].
Greek Monotonic
μῐτοεργός: -όν (*ἔργω), αυτός που επεξεργάζεται την κλωστή, σε Ανθ.