μελανθέα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0119.png Seite 119]] ἡ, das Sehen des Schwarzen, im Ggstz von [[λευκοθέα]], Plut. de virt. moral. 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0119.png Seite 119]] ἡ, das Sehen des Schwarzen, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[λευκοθέα]], Plut. de virt. moral. 2.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[vue de ce qui est noir]].<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[θεάομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελανθέᾱ:''' ἡ [[θεάομαι]] зрительное восприятие черного цвета Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μελανθέᾱ''': ἡ, ἡ μέλανα θεωμένη, καθορῶσα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λευκοθέα, Ἀρίστων παρὰ Πλουτ. 2. 440F.
|lstext='''μελανθέᾱ''': ἡ, ἡ μέλανα θεωμένη, καθορῶσα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λευκοθέα, Ἀρίστων παρὰ Πλουτ. 2. 440F.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />vue de ce qui est noir.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[θεάομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελανθέα]], ἡ (Α)<br />το να βλέπει [[κάποιος]] τα μελανά αντικείμενα, η όραση, η θέα τών μαύρων αντικειμένων («τὴν ὅρασιν ἡμῶν λευκῶν μὲν ἀντιλαμβανομένην λευκοθέαν καλεῖν, μελάνων δὲ μελανθέαν», Αρίστων Χ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> <i>θέα</i> ([[πρβλ]]. [[ανδροθέα]], [[πασιθέα]])].
|mltxt=[[μελανθέα]], ἡ (Α)<br />το να βλέπει [[κάποιος]] τα μελανά αντικείμενα, η όραση, η θέα τών μαύρων αντικειμένων («τὴν ὅρασιν ἡμῶν λευκῶν μὲν ἀντιλαμβανομένην λευκοθέαν καλεῖν, μελάνων δὲ μελανθέαν», Αρίστων Χ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> <i>θέα</i> ([[πρβλ]]. [[ανδροθέα]], [[πασιθέα]])].
}}
{{elru
|elrutext='''μελανθέᾱ:''' ἡ [[θεάομαι]] зрительное восприятие черного цвета Plut.
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελανθέᾱ Medium diacritics: μελανθέα Low diacritics: μελανθέα Capitals: ΜΕΛΑΝΘΕΑ
Transliteration A: melanthéa Transliteration B: melanthea Transliteration C: melanthea Beta Code: melanqe/a

English (LSJ)

ἡ, = μελάνων ὅρασις, opp. λευκοθέα, Aristo Stoic.1.86.

German (Pape)

[Seite 119] ἡ, das Sehen des Schwarzen, im Gegensatz von λευκοθέα, Plut. de virt. moral. 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
vue de ce qui est noir.
Étymologie: μέλας, θεάομαι.

Russian (Dvoretsky)

μελανθέᾱ:θεάομαι зрительное восприятие черного цвета Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μελανθέᾱ: ἡ, ἡ μέλανα θεωμένη, καθορῶσα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λευκοθέα, Ἀρίστων παρὰ Πλουτ. 2. 440F.

Greek Monolingual

μελανθέα, ἡ (Α)
το να βλέπει κάποιος τα μελανά αντικείμενα, η όραση, η θέα τών μαύρων αντικειμένων («τὴν ὅρασιν ἡμῶν λευκῶν μὲν ἀντιλαμβανομένην λευκοθέαν καλεῖν, μελάνων δὲ μελανθέαν», Αρίστων Χ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + θέα (πρβλ. ανδροθέα, πασιθέα)].