σανδαράκινος: Difference between revisions
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />d'un rouge arsenic.<br />'''Étymologie:''' [[σανδαράκη]]. | |btext=ος, ον :<br />[[d'un rouge arsenic]].<br />'''Étymologie:''' [[σανδαράκη]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 14:40, 8 January 2023
English (LSJ)
η, ον, of orange colour, Hdt.1.98, Ael.NA17.23, Philostr.VA3.14:—also σανδαραχώδης, ες, Ruf.Fr.67.4, Gal.17(1).834.
German (Pape)
[Seite 861] von Sandarach, bes. sandarachroth, Her. 1, 98; Ael. H. A. 17, 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'un rouge arsenic.
Étymologie: σανδαράκη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σανδαράκινος -η -ον [σανδαράκη] van realgar: oranjerood.
Russian (Dvoretsky)
σανδᾰράκῐνος: (ρᾰ) оранжево-красный Her.
Greek Monolingual
-η, -ον, Α
αυτός που έχει το χρώμα της σανδαράκης, πορτοκαλής, πορτοκαλόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σανδαράκη + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλ-ινος)].
Greek Monotonic
σανδᾰράκῐνος: -η, -ον, αυτός που έχει πορτοκαλί απόχρωση, πορτοκαλής, ξανθοκόκκινος, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
σανδᾰράκῐνος: -η, -ον, ὁ ἔχων χρῶμα σανδαράκης, ἢ «πορτοκαλί», Ἡρόδ. 1. 98, Αἰλ. π. Ζ. 17. 23· - ὡσαύτως σανδαραχώδης, ες, Ideler Φυσ. 2. 74.