πολύαστρος: Difference between revisions

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux astres nombreux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἀστήρ]].
|btext=ος, ον :<br />[[aux astres nombreux]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἀστήρ]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:47, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́αστρος Medium diacritics: πολύαστρος Low diacritics: πολύαστρος Capitals: ΠΟΛΥΑΣΤΡΟΣ
Transliteration A: polýastros Transliteration B: polyastros Transliteration C: polyastros Beta Code: polu/astros

English (LSJ)

ον, with many stars, starry, Διὸς ἕδος E.Ion870 (anap.).

German (Pape)

[Seite 660] mit vielen Sternen, Διὸς ἕδος, Eur. Ion 870.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux astres nombreux.
Étymologie: πολύς, ἀστήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύαστρος -ον [πολύς, ἀστήρ] met veel sterren.

Russian (Dvoretsky)

πολύαστρος: многозвездный (Διὸς ἕδος Eur.).

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύαστρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά άστρα (α. «κι αυτός εις το πολύαστρον του αιθέρος τα μάτια εστριφογύριζε σβησμένα», Σολωμ.
β. «οὐ τὸ Διὸς πολύαστρον ἕδος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἄστρον (πρβλ. έν-αστρος)].

Greek Monotonic

πολύαστρος: -ον, αυτός που έχει πολλά άστρα, έναστρος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύαστρος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ἀστέρας, Εὐρ. Ἴων 870.

Middle Liddell

πολύ-αστρος, ον,
with many stars, starry, Eur.