φαλαντίας: Difference between revisions

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />chauve sur le front.<br />'''Étymologie:''' [[φαλός]].
|btext=ου (ὁ) :<br />[[chauve sur le front]].<br />'''Étymologie:''' [[φαλός]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 15:05, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰλαντίας Medium diacritics: φαλαντίας Low diacritics: φαλαντίας Capitals: ΦΑΛΑΝΤΙΑΣ
Transliteration A: phalantías Transliteration B: phalantias Transliteration C: falantias Beta Code: falanti/as

English (LSJ)

ου, ὁ, bald man, Luc.Philops.18.

German (Pape)

[Seite 1253] ὁ, = φαλανθίας, v.l. bei Luc., Poll. 2, 26.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chauve sur le front.
Étymologie: φαλός.

Russian (Dvoretsky)

φᾰλαντίας: ου adj. m Luc. = φάλανθος.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλαντίας: -ου, ὁ, φαλακρός, Λουκ. Φιλοψευδ. 18.

Greek Monolingual

ὁ, Α
φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλανθος «αυτός που είναι φαλακρός στο μέτωπο» + επίθημα -ίας (πρβλ. μετωπ-ίας). Το -ντ- του τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογία προς τα ρηματ. επίθ. σε -αντος (πρβλ. ἀθέρμ-αντος, ἀλεύκ-αντος)].

Greek Monotonic

φᾰλαντίας: -ου, ὁ, φαλακρός άντρας, σε Λουκ.

Middle Liddell

[from φάλανθος
a bald man, Luc.