ἀλεξίμβροτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work

Source
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui protège les mortels.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλέξω]], [[βροτός]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui protège les mortels]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀλέξω]], [[βροτός]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 15:25, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλεξίμβροτος Medium diacritics: ἀλεξίμβροτος Low diacritics: αλεξίμβροτος Capitals: ΑΛΕΞΙΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: alexímbrotos Transliteration B: aleximbrotos Transliteration C: aleksimvrotos Beta Code: a)leci/mbrotos

English (LSJ)

ον, protecting mortals, λόγχη Pi.N.8.30; ἀ. πομπαι sacred processions which shield men from ill, Id.P.5.91.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
que salva a los mortales λόγχα Pi.N.8.30, πομπαί Pi.P.5.91.

German (Pape)

[Seite 93] Menschen schützend, λόγχη Pind. N. 7, 30; πομπαί, Festaufzüge, die Fluch abwenden von den Menschen, P. 5, 91.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui protège les mortels.
Étymologie: ἀλέξω, βροτός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλεξίμβροτος -ον ἀλέξω, βροτός die de stervelingen beschermt.

Russian (Dvoretsky)

ἀλεξίμβροτος: защищающий смертных, оберегающий людей (λόγχα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεξίμβροτος: -ον, ὁ προστατεύων τοὺς θνητούς, λόγχη, Πινδ. Ν. 8, 51· ἀλ. πομπαί, ἱεραὶ λιτανεῖαι πρὸς φύλαξιν τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ κακοῦ, ὁ αὐτ. Π. 5. 122.

English (Slater)

ᾰλεξίμβροτος, -ον giving assistance to men Ἀπολλωνίαις ἀλεξιμβρότοις πομπαῖς (sc. against illness) (P. 5.91) πελεμιζόμενοι ὑπ' ἀλεξιμβρότῳ λόγχᾳ (N. 8.30)

Greek Monolingual

ἀλεξίμβροτος, -ον (Α)
1. αυτός που προστατεύει από το κακό τους θνητούς, τους ανθρώπους
2. φρ. «ἀλεξίμβροτοι πομπαί», ιερές λιτανείες για την προφύλαξη τών ανθρώπων από το κακό και τη δυστυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι- (< ἀλέξω) + βροτός.

Greek Monotonic

ἀλεξίμβροτος: αυτός που προστατεύει τους θνητούς, προστάτης των θνητών, σε Πίνδ.

Middle Liddell

protecting mortals, Pind.