ἀντίληξις: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />action reconventionnelle.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντιλαγχάνω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />[[action reconventionnelle]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀντιλαγχάνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 15:25, 8 January 2023
English (LSJ)
εως, ἡ, motion for a new trial, D.39.38; cf. ἀντιλαγχάνω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ jur. recurso D.39.38.
German (Pape)
[Seite 254] ἡ, Gegenklage, s. ἀντιλαγχάνω.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action reconventionnelle.
Étymologie: ἀντιλαγχάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίληξις: εως ἡ встречная жалоба Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίληξις: -εως, ἡ, ἀντέγκλησις ἢ ἔφεσις πρὸς ἀναθεώρησιν τῆς δίκης ἢ πρὸς νέαν διαιτησίαν, Δημ. 1006. 14· ἴδε ἐν λ. ἀντιλαγχάνω.
Greek Monolingual
ἀντίληξις, η (Α)
η έφεση για αναθεώρηση της δίκης.
Greek Monotonic
ἀντίληξις: -εως, ἡ (ἀντιλαγχάνω), κίνηση, αίτηση για νέα διαιτησία, σε Δημ.
Middle Liddell
ἀντιλαγχάνω
a motion for a new arbitration, Dem.