ἐπίκωπος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />enfoncé jusqu'à la garde.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κώπη]].
|btext=ος, ον :<br />][[enfoncé jusqu'à la garde]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κώπη]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 16:48, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίκωπος Medium diacritics: ἐπίκωπος Low diacritics: επίκωπος Capitals: ΕΠΙΚΩΠΟΣ
Transliteration A: epíkōpos Transliteration B: epikōpos Transliteration C: epikopos Beta Code: e)pi/kwpos

English (LSJ)

ον, A at the oar, rower, Men.Eph. ap. J.AJ9.14.2. 2. of a boat, furnished with oars, κέρκουρος Moschio ap.Ath. 5.208f, cf. D.H.3.44, D.S.3.40; phaselus epicopus, dispatch-boat, Cic. Att.14.16.1, cf. 5.11.4. 3. of a weapon, up to the hilt, through and through, Ar.Ach.231 (lyr.); cf. ἐπίκωμος.

German (Pape)

[Seite 955] am Ruder sitzend, rudernd, B. A. 254; Ar. Ach. 231, wo der Schol. aber auch ξιφήρης erkl., bis ans Heft, durch u. durch. – Mit Rudern versehen, κέρκουρος Ath. V, 208 f; νῆες D. Hal. 3, 44.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
]enfoncé jusqu'à la garde.
Étymologie: ἐπί, κώπη.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίκωπος: погруженный по рукоятку, пронзивший насквозь (σχοῖνος Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκωπος: -ον, (κώπη) ὁ ἐπὶ τῆς κώπης, κωπηλάτης, Μένανδρ. παρ’ Ἰωσήπῳ ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 9. 14, 2. 2) ὁ ἔχων κώπας. ἐφόλκια δ’ ἦσαν αὐτῇ (τῇ νηῒ) τὸ μέν πρῶτον κέρκουρος... πᾶς δ’ ἦν οὖτος ἐπίκωπος, μὲ κωπία, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208F. Διον. Ἁλ. 3. 44 ἐπίκωπος (ἐξυπ. ναῦς), ἡ, ταχὺ πλοῖον, πλοῖον ταχυδρομικόν, Κικ. Ἀττ. 5. 11, πρβλ. Γέλλ. 10. 25. 3) ἐπὶ ξίφους κυρίως, μέχρι τῆς κώπης, δηλ. μέχρι λαβῆς, ἀλλὰ καὶ περὶ ἄλλων αἰχμηρῶν πραγμάτων, πρὶν ἂν σχοῖνος αὐτοῖσιν ἀντεμπαγῶ ὀξύς, ὀδυνηρός, ἐπίκωπος Ἀριστοφ. Ἀχ. 231. - Πρβλ. ἐπίκωμος. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίκωπα· ἐπίμεμπτα».

Greek Monolingual

ο (Α ἐπίκωπος, -ον) κώπη
ο κωπηλάτης που ρυθμίζει την κωπηλασία, ο τελευταίος προς την πρύμνη
αρχ.
1. κωπηλάτης
2. (για σκάφος) ο εφοδιασμένος με κουπιά
3. (για ξίφος ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο) αυτός που εκτείνεται ώς τη λαβή
4. το θηλ. ως ουσ.ἐπίκωπος
γρήγορο πλοίο.

Greek Monotonic

ἐπίκωπος: -ον (κώπη), αυτός που βρίσκεται πέρα για πέρα, τελείως ή όσο παίρνει, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἐπί-κωπος, ον κώπη
up to the hilt, through and through, Ar.