ὑποχαροπός: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br />légèrement azuré.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[χαροπός]]. | |btext=ός, όν :<br />][[légèrement azuré]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[χαροπός]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:52, 8 January 2023
English (LSJ)
όν, rather blue-eyed, X.Cyn.5.23 (v.l.), Dicaearch. Hist. 10, Ptol.Tetr.144; also ὑποχάροψ, PTeb.816i 14 (ii B. C.).
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
]légèrement azuré.
Étymologie: ὑπό, χαροπός.
German (Pape)
ein wenig χαροπός, Xen. Cyn. 5.23.
Russian (Dvoretsky)
ὑποχᾰροπός: довольно светлый, сероватый или зеленоватый (ὄμματα Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποχᾰροπός: -όν, κἄπως χαροπός, Ξεν. Κυνηγ. 5. 23, Δικαίαρχ. παρὰ Κλήμ. Ἀλεξ. 20.
Greek Monolingual
-όν, και ὑποχάροπος, -ον, αρσ. και θηλ. και ὑποχάροψ, Α
ο λίγο γλαυκός, γαλανός («καὶ τὰ ὄμματα οἱ μὲν ὑποχαροποὶ οἱ δ' ὑπόγλαυκοι», Ξεν.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χαροπός / χάροψ «γλαυκός»].
-ον, Α
βλ. ὑποχαροπός.
Greek Monotonic
ὑποχᾰροπός: -όν, κάπως σπιρτόζος, έξυπνος, σε Ξεν.