δεδοκημένος: Difference between revisions

From LSJ

Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund

Menander, Monostichoi, 537
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, .<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />qui attend, qui s'attend à.<br />'''Étymologie:''' part. de [[δεδόκημαι]].
|btext=η, ον :<br />[[qui attend]], [[qui s'attend à]].<br />'''Étymologie:''' part. de [[δεδόκημαι]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 17:50, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεδοκημένος Medium diacritics: δεδοκημένος Low diacritics: δεδοκημένος Capitals: ΔΕΔΟΚΗΜΕΝΟΣ
Transliteration A: dedokēménos Transliteration B: dedokēmenos Transliteration C: dedokimenos Beta Code: dedokhme/nos

English (LSJ)

irreg. part. pf. of δέχομαι (Ion. δέκομαι), in act. sense, waiting, watching, Il.15.730, Hes.Sc.214, A.R.4.900; δ. ἥντινα ῥέξει μῆτιν waiting, to see .., ib.1660: c. acc., observing, φάσιας Nic.Th. 122; watching, Nonn.D.30.88, al.: c. gen., ἤματος Arat.559.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo ép.]
part. perf. irreg. de δέκομαι, δέχομαι acechando, aguardando abs. ὅ γ' ἑστήκει δ. Il.15.730, ἐπ' ἀκτῆς ἧστο ἀνὴρ ἁλιεὺς δ. Hes.Sc.214, cf. A.R.4.900, c. gen. ἤματος Arat.559
c. ac. esperando a ver δεδοκημένοι ἥν τινα ῥέξει μῆτιν ἀνωίστως A.R.4.1660, Πληιάδων φάσιας δ. Nic.Th.122, ἔλαφον Opp.H.1.238, cf. 672, Nonn.D.30.88.

German (Pape)

[Seite 534] s. δέχομαι.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
qui attend, qui s'attend à.
Étymologie: part. de δεδόκημαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεδοκημένος ptc. perf. med.-pass. van δοκέω.

English (Autenrieth)

see δοκάω.

Greek Monolingual

-η, -ον
βλ. δέχομαι.

Greek Monotonic

δεδοκημένος: ανωμ. μτχ. του δέχομαι (Ιων. δέκομαι), με Ενεργ. σημασία, αυτός που αναμένει, περιμένει σε ενέδρα, αυτός που υποδέχεται, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· δεν πρέπει να συγχέεται με το Αττ. δεδόκημαι από το δοκέω.

Greek (Liddell-Scott)

δεδοκημένος: ἀνώμαλ. μετοχ. πρκμ. τοῦ δέχομαι (Ἰων. δέκομαι) μετ᾿ ἐνεργ. σημασ.= ἀναμένων, περιμένων ἐν ἐνέδρᾳ,Ἰλ. Ο.730, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 214· -δὲν πρέπει νὰ συγχέηται μετὰ τοῦ Ἀττ. δεδόκημαι ἐκ τοῦ δοκέω.

Middle Liddell


irreg. partic. of δέχομαι (Ionic δέχομαι), in act. sense, waiting, lying in wait, Il., Hes.;—not to be confounded with attic δεδόκημαι from δοκέω.