εὔστρεπτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[ἐΰστρεπτος]];<br />ος, ον :<br />bien tordu, bien tourné.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στρέφω]].
|btext=<i>épq.</i> [[ἐΰστρεπτος]];<br />ος, ον :<br />[[bien tordu]], [[bien tourné]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στρέφω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:05, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔστρεπτος Medium diacritics: εὔστρεπτος Low diacritics: εύστρεπτος Capitals: ΕΥΣΤΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: eústreptos Transliteration B: eustreptos Transliteration C: eystreptos Beta Code: eu)/streptos

English (LSJ)

Ep. ἐΰστρ-, ον, A well-twisted, of leather ropes, ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι Od.2.426. II well-plied, nimble, πόδες AP9.533; πρόσωπον turning hither and thither, Nonn.D.3.180.

German (Pape)

[Seite 1100] ep. ἐΰστρεπτος, wohlgedreht, βοεῖς, Riemen, Od. 2, 426. 15, 291; κάλως Orph. Arg. 237; βρόχοι Opp. Cvn. 3, 258; πόδες, gewandt, Ep. ad. (IX, 533).

French (Bailly abrégé)

épq. ἐΰστρεπτος;
ος, ον :
bien tordu, bien tourné.
Étymologie: εὖ, στρέφω.

Russian (Dvoretsky)

εὔστρεπτος: эп. ἐΰστρεπτος 2
1 хорошо скрученный, крепко свитый (βοεύς Hom.);
2 гибкий, резвый (πόδες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔστρεπτος: Ἐπικ. ἐΰστρεπτος, ον, (στρέφω) καλῶς συνεστραμμένος, ἐπὶ σχοινίων ἢ λωρίων ἐκ δέρματος, ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι Ὀδ. Β. 426, Ο. 291. ΙΙ. εὐκίνητος, ἐλαφρός, εὔστροφος, πόδες Ἀνθ. Π. 9. 533.

Greek Monolingual

εὔστρεπτος, -ον (ΑΜ) (Α και ἐΰστρεπτος, -ον (Α)
ευκίνητος, ελαφρός («ἐϋστρέπτοισι πόδεσσιν»)
αρχ.
(για σχοινιά και ιμάντες) ο στριμμένος καλά, ο στερεός («ἕλκον δ' ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῡσιν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στρεπτός (< στρέφω)].

Greek Monotonic

εὔστρεπτος: Επικ. ἐΰ-στρ-, -ον (στρέφω),·
I. καλά στριφογυρισμένος, λέγεται για σχοινιά και δερμάτινα λουριά, σε Ομήρ. Οδ.
II. ελαφρός, εύστροφος, σβέλτος, ευκίνητος, πόδες, σε Ανθ.

Middle Liddell

στρέφω
I. well-twisted, of ropes, Od.
II. well-plied, nimble, πόδες Anth.