περικάκησις: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />découragement, désespoir.<br />'''Étymologie:''' [[περικακέω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />[[découragement]], [[désespoir]].<br />'''Étymologie:''' [[περικακέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:25, 8 January 2023
English (LSJ)
εως, ἡ, extreme ill-luck, Id.1.85.2, al.
German (Pape)
[Seite 578] ἡ, großes Unglück, Verzweiflung mitten im Unglück, Pol. 1, 85, 2. 15, 29, 10.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
découragement, désespoir.
Étymologie: περικακέω.
Russian (Dvoretsky)
περικάκησις: εως (κᾰ) ἡ великое несчастье, отчаянное положение Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
περικάκησις: -εως, ἡ, ἀπελπιστικὴ κατάστασις, Πολύβ. 1. 85. 2, κτλ.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α περικακώ
πολύ μεγάλη δυστυχία, συμφορά, συσσώρευση δεινών, απελπιστική κατάσταση.
Greek Monotonic
περικάκησις: -εως, ἡ, υπερβολική ατυχία, σε Πολύβ.
Middle Liddell
περικάκησις, εως,
extreme ill-luck, Polyb.