τηλεκλειτός: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ός <i>ou</i> ή, όν :<br />connu au loin, célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[τῆλε]], [[κλειτός]].
|btext=ός <i>ou</i> ή, όν :<br />[[connu au loin]], [[célèbre]].<br />'''Étymologie:''' [[τῆλε]], [[κλειτός]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:50, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηλεκλειτός Medium diacritics: τηλεκλειτός Low diacritics: τηλεκλειτός Capitals: ΤΗΛΕΚΛΕΙΤΟΣ
Transliteration A: tēlekleitós Transliteration B: tēlekleitos Transliteration C: tilekleitos Beta Code: thlekleito/s

English (LSJ)

όν, also ή, όν (A.R.3.1097):—far-famed, Φοῖνιξ Il. 14.321; Ἐφιάλτης Od.11.308; Ἰκάριος 19.546; so also as epithet of the Trojan ἐπίκουροι, Il.5.491, 6.111, 9.233, 11.564 (v.l.), 12.108; written τηλε-κλητοί in some codd. (-κλειτός fr. -κλεϝετος, cf. sq.)

German (Pape)

[Seite 1106] weit berühmt, im fernen Lande berühmt; Φοίνιξ, Il. 14, 321; Ἐφιάλτης, Od. 11, 308; Ἰκάριος, 19, 546; sonst von den Bundesgenossen der Trojaner, τηλεκλειτοί τ' ἐπίκουροι, Il. 5, 491. 6, 111. 9, 233. 12, 108, wo Wolf τηλεκλητοί schrieb, Buttm. aber Lexil. I p. 93 ff. u. Spitzner exc. XI ad Il. sich für τηλεκλειτός entscheiden, wie auch Bekker lies't, da die Bundesgenossen auch sonst »berühmt« genannt werden; Hes. Sc. 327; u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 1097 (wo τηλεκλειτήν, nicht mit Well. τηλεκλείτην zu schreiben). Vgl. ἀγακλειτός.

French (Bailly abrégé)

ός ou ή, όν :
connu au loin, célèbre.
Étymologie: τῆλε, κλειτός.

Russian (Dvoretsky)

τηλεκλειτός: широко прославившийся, прославленный (Φοῖνιξ Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

τηλεκλειτός: -όν, καὶ ή, όν, (Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1097)· - ὁ ἔχων πολλὴν φήμην, πεφημισμένος εἰς πόρρω κειμένας χώρας, Φοῖνιξ Ἰλ. Ξ. 321· Ἐφιάλτης Ὀδ. Λ. 308· Ἰκάριος Τ. 546· ἀλλαχοῦ ὡς ἐπίθετον τῶν ἐπικούρων τῶν Τρώων, Ἰλ. Β. 491, κ. ἀλλ., ἔνθα ὁ Wolf ἔγραφε τηλεκλητοί, μακρόθεν κληθέντες εἰς βοήθειαν, πρβλ. Spitzn Exc. XI εἰςἸλ., ἔνθα ἐξετάζεται καὶ τὸ ζήτημα τοῦ τονισμοῦ.

English (Autenrieth)

far-famed, wide-renowned.

Greek Monolingual

και τηλεκλητός, -ή, -όν, θηλ. και -ός Α
αυτός του οποίου το κλέος, η φήμη φθάνει μακριά, ένδοξος, ξακουστός (α. «Φοίνικος κούρης τηλεκλειτοῑο», Ομ. Ιλ.
β. «τηλεκλειτόν τ' Ἐφιάλτην», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + κλειτός (Ι) «ένδοξος» (πρβλ. ναυσι-κλειτός)].

Greek Monotonic

τηλεκλειτός: -όν, αυτός που έχει μεγάλη φήμη, που η φήμη του φτάνει σε μακρινές χώρες, σε Όμηρ.

Middle Liddell

τηλε-κλειτός, όν
far-famed, Hom.