ἀνδραχθής: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui suffit pour la charge d'un homme, équivalent à la charge d'un homme.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[ἄχθος]].
|btext=ής, ές :<br />[[qui suffit pour la charge d'un homme]], [[équivalent à la charge d'un homme]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[ἄχθος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:55, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδραχθής Medium diacritics: ἀνδραχθής Low diacritics: ανδραχθής Capitals: ΑΝΔΡΑΧΘΗΣ
Transliteration A: andrachthḗs Transliteration B: andrachthēs Transliteration C: andrachthis Beta Code: a)ndraxqh/s

English (LSJ)

ές, loading a man, as much as a man can carry, χερμάδια Od.10.121; βώλακες A.R.3.1334; γόγγροι Eudox. ap. Ath.7.288c.

Spanish (DGE)

-ές
del peso máximo que puede coger un hombre χερμάδια Od.10.121, γόγγροι Eudox.Fr.318, βώλακες A.R.3.1334.

German (Pape)

[Seite 217] ές, Mann belastend, woran ein Mann zu tragen hat, χερμάδια Od. 10, 121; γόγγροι Ath.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui suffit pour la charge d'un homme, équivalent à la charge d'un homme.
Étymologie: ἀνήρ, ἄχθος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδραχθής: весом с человека, по друг. такой, который способен поднять человек, т. е. огромный (χερμάδια Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδραχθής: -ές, ἀνδροβαρής, «ἀνδραχθεῖς λίθοι οἱ ἀνδροβαρεῖς, ἢ ὧν ἕκαστος ἀνδρὸς ἂν εἴη ἄχθος, ὅ ἐστι φόρτος» Εὐστάθ. 1469, 50, 1651, 9· χερμάδια Ὀδ. Κ. 121· βώλακες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1334· γόγγροι Εὔδοξ. παρ’ Ἀθην. 288C.

English (Autenrieth)

ές (ἄχθος): man-burdening (heavy for a man to carry), ἀνδραχθέσι χερμαδίοισιν, Od. 10.121†.

Greek Monolingual

ἀνδραχθής, -ές (Α)
(για πράγματα)
1. αυτός που το βάρος του είναι περίπου ίσο με το βάρος ενός άνδρα
2. βαρύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -αχθής < άχθομαι «βαρύνομαι, είμαι φορτωμένος» (πρβλ. δυσαχθής, βαρυαχθής, κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἀνδραχθής: -ές (ἀνήρ, ἄχθος), αυτός που φορτώνει έναν άνθρωπο, τόσος όσος μπορεί να κουβαλήσει ένας άνδρας, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἀνήρ, ἄχθος
loading a man, as much as a man can carry, Od.