ἀπρόσοιστος: Difference between revisions

From LSJ

δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις αὐτὴ βάλλειν ἄγρια πάντα → for Artemis taught him how to shoot all wild beasts

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont on ne peut supporter le choc, irrésistible.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[προσοίσω]], <i>f. de</i> [[προσφέρω]].
|btext=ος, ον :<br />[[dont on ne peut supporter le choc]], [[irrésistible]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[προσοίσω]], <i>f. de</i> [[προσφέρω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:00, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόσοιστος Medium diacritics: ἀπρόσοιστος Low diacritics: απρόσοιστος Capitals: ΑΠΡΟΣΟΙΣΤΟΣ
Transliteration A: aprósoistos Transliteration B: aprosoistos Transliteration C: aprosoistos Beta Code: a)pro/soistos

English (LSJ)

ον, hard to associate with or deal with, A.Pers.91 (lyr.). Adv. ἀπροσοίστως = unsociably, Isoc.9.49.

Spanish (DGE)

-ον
1 de quien no se puede soportar el choque, irresistible ὁ Περσᾶν στρατός A.Pers.91, cf. Hsch.
2 adv. ἀπροσοίστως = inabordablemente, insociablemente ἀ. ἔχειν Isoc.9.49.

German (Pape)

[Seite 339] unerträglich, unwiderstehlich, Περσῶν στρατός Aesch. Pers. 91, Schol. ἀκαταμάχητος. – Adv., ἀπροσοίστως, ἔχειν Isocr. 9, 49.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont on ne peut supporter le choc, irrésistible.
Étymologie: , προσοίσω, f. de προσφέρω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρόσοιστος: неодолимый, неудержимый (στρατός Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσοιστος: -ον, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀπρόσοιστος γὰρ ὁ Περσῶν στρατὸς ἀλκίφρων τε λαὸς Αἰσχ. Πέρσ. 91. ΙΙ. ὁ ἀποφεύγων τοὺς ἀνθρώπους, ἀκοινώνητος, ἐν ἐπιρρήματι ἀπροσοίστως, ἀμίκτως, ἀπροσοίστως καὶ χαλεπῶς εἶχον Ἰσοκρ. 198Ε.

Greek Monolingual

ἀπρόσοιστος, -ον (Α)
1. ανυπόφορος
2. ακοινώνητος.

Greek Monotonic

ἀπρόσοιστος: -ον (προσοίσω, μέλ. του προσφέρω), ακαταμάχητος, αυτός στον οποίο δεν μπορεί κάποιος να εναντιωθεί, να προβάλει αντίσταση, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

προσοίσω, fut. of προσφέρω
not to be withstood, irresistible, Aesch.