ἐξόμιλος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμόν σε βουλεύειν → better safe than sorry
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />sans relations avec personne, étranger.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὅμιλος]]. | |btext=ος, ον :<br />[[sans relations avec personne]], [[étranger]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὅμιλος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:10, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, out of one's society, alien, S.Tr.964 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 886] außer Verkehr, ξένων γὰρ ἐξόμιλος ἥδε ἡ βάσις Soph. Trach. 960, fern von den Anderen.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans relations avec personne, étranger.
Étymologie: ἐξ, ὅμιλος.
Russian (Dvoretsky)
ἐξόμῑλος: чужой, чуждый, необычный: ξένων ἐ. βάσις Soph. незнакомая поступь чужих людей.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξόμιλος: -ον, ὁ ἔξω ὁμίλου τινός, ἀλλότριος, ξένων γὰρ ἐξόμιλος ἥδε τις βάσις Σοφ. Τρ. 964.
Greek Monolingual
ἐξόμιλος, -ον (Α) όμιλος
αυτός που βρίσκεται μακριά από τον όμιλο, από τη συγκεντρωμένη ομάδα.
Greek Monotonic
ἐξόμῑλος: -ον, αυτός που βρίσκεται έξω από τον κύκλο του, ξένος, σε Σοφ.