σκινδάλαμος: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />éclat de bois, copeau aigu, écharde.<br />'''Étymologie:''' cf. σκίζω.
|btext=ου (ὁ) :<br />[[éclat de bois]], [[copeau aigu]], [[écharde]].<br />'''Étymologie:''' cf. σκίζω.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:36, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκινδάλᾰμος Medium diacritics: σκινδάλαμος Low diacritics: σκινδάλαμος Capitals: ΣΚΙΝΔΑΛΑΜΟΣ
Transliteration A: skindálamos Transliteration B: skindalamos Transliteration C: skindalamos Beta Code: skinda/lamos

English (LSJ)

[ᾰλ], Att. σχινδάλαμος, ὁ, A splinter, in form σχινδαλμός Hp.Mul.2.133 (σκινδαλαμός, σχιδαλαμός, etc. in codd.); σκινδαλμός, Dsc.1.18. II metaph., λόγων ἀκριβῶν σχινδάλαμοι straw-splittings, quibbles, Ar.Nu.130, cf. Ra.819, Luc.Hes.5; so σκινδαλμούς Alciphr.3.64:—cf. ἀνασχινδυλεύω.

German (Pape)

[Seite 899] ὁ, zsgzgn σκινδαλμός, attisch σχινδάλαμος u. σχινδαλμός, s. Ruhnk. Tim. 32 u. Piers. Moer. 360, ein gespaltenes, zugespitztes Stück Holz, Schindel, auch Pfahl, Spitzpfahl. – Übertr.: βραδὺς λόγων ἀκριβῶν σχινδαλάμους μαθήσομαι Ar. Nubb. 131; σχινδαλάμων παραξόνια (s. dieses Wort) Ran. 818; Spitzfindigkeiten, Schol. λεπτολογίαι, ἀπὸ τῆς σχίσεως τῶν καλάμων; Alciphr. 3, 64 σκινδαλμοὺς λόγων ἐκμαθών; vgl. Luc. diss. c. Hes. 5.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
éclat de bois, copeau aigu, écharde.
Étymologie: cf. σκίζω.

Greek Monolingual

και σκινδαλαμός και σκινδαλμός, ὁ, Α
βλ. σχινδάλαμος.

Greek Monotonic

σκινδάλᾰμος: Αττ. σχινδάλαμος, , μικρό κομμάτι ξύλου που έχει αποσχιστεί, πελεκούδι, Λατ. scindula· μεταφ., λόγων σχινδάλαμοι, λεπτολογίες, αμφίσημα λόγια, γρίφοι, σοφιστείες, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σκινδάλᾰμος: атт. σχινδάλᾰμος (δᾰ) ὁ досл. щепка, заноза, перен. тонкость, уловка Luc.: λόγων σχινδάλαμοι Arph. словесные тонкости, хитросплетения.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκινδάλαμος -ου, ὁ [~ σχίζω] splinter; vandaar mv. spitsvondigheden, subtiliteiten:. λόγων ἀκριβῶν σκινδάλαμοι de fijne kneepjes van overnauwkeurige argumentaties Aristoph. Nub. 130.

Middle Liddell

σκινδάλᾰμος, αττιξ σχινδάλαμος, ὁ,
a splinter, Lat. scindula:—metaph., λόγων σχινδάλαμοι straw-splittings, quibbles, Ar.

Frisk Etymology German

σκινδάλαμος: -δαλμός
{skindálamos}
See also: s. σχίζω.
Page 2,732