εὐναιετάων: Difference between revisions

From LSJ

ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.

Source
(Autenrieth)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1082.png Seite 1082]] ουσα, ον, gut zu bewohnen, Hom. [[πόλις]], δόμοι, μέγαρα.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1082.png Seite 1082]] ουσα, ον, gut zu bewohnen, Hom. [[πόλις]], δόμοι, μέγαρα.
}}
{{bailly
|btext=οντος;<br />[[bien situé]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ναιετάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐναιετάων:''' ουσα, ον<br /><b class="num">1</b> [[удобный для жилья]], [[благоустроенный]] или [[уютный]] (δόμοι, μέγαρα Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[хорошо населенный]], [[многолюдный]] ([[πόλις]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐναιετάων''': -ουσα, -ον, [[καλῶς]] τοποθετημένος, [[καλῶς]] κατῳκημένος, Ὁμηρικ. ἐπίθ. τῶν λέξεων [[πόλις]], δόμοι, μέγαρα· οὕτω καὶ εὐναιόμενος, η, ον, ἐν τῇ Ἰλ…, ὡς ἐπίθ. τοῦ [[πόλις]] ἢ [[πτολίεθρον]] [[ὡσαύτως]], ἐν Βουδείῳ εὐν. Ἰλ. Π. 572· ἐς Σιδονίην εὐν. Ὀδ. Ν. 285. - Δεν ὑπάρχει [[ῥῆμα]] εὐναίομαι ἢ εὐναιετάω, δι’ ὃ ἐν ταῖς νεωτέραις καὶ ἀρίσταις ἐκδόσεσι γράφεται διηρημένως, εὖ ναιετάων, εὖ ναιόμενος, ἀλλὰ πρβλ. Splitzn ἐν Ἰλ. Α. 164.
|lstext='''εὐναιετάων''': -ουσα, -ον, [[καλῶς]] τοποθετημένος, [[καλῶς]] κατῳκημένος, Ὁμηρικ. ἐπίθ. τῶν λέξεων [[πόλις]], δόμοι, μέγαρα· οὕτω καὶ εὐναιόμενος, η, ον, ἐν τῇ Ἰλ…, ὡς ἐπίθ. τοῦ [[πόλις]] ἢ [[πτολίεθρον]] [[ὡσαύτως]], ἐν Βουδείῳ εὐν. Ἰλ. Π. 572· ἐς Σιδονίην εὐν. Ὀδ. Ν. 285. - Δεν ὑπάρχει [[ῥῆμα]] εὐναίομαι ἢ εὐναιετάω, δι’ ὃ ἐν ταῖς νεωτέραις καὶ ἀρίσταις ἐκδόσεσι γράφεται διηρημένως, εὖ ναιετάων, εὖ ναιόμενος, ἀλλὰ πρβλ. Splitzn ἐν Ἰλ. Α. 164.
}}
{{bailly
|btext=οντος;<br />bien situé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ναιετάω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[ναιετάω]].
|auten=see [[ναιετάω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐναιετάων:''' -ουσα, -ον ([[ναιετάω]]), [[καλά]] τοποθετημένος, αυτός που βρίσκεται σε [[καλή]] [[τοποθεσία]], λέγεται για πόλεις και σπίτια, σε Όμηρ.· ομοίως επίσης, <i>εὐ-ναιόμενος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ναιετάω]]<br />well-[[situated]], of cities and houses, Hom.:—so also εὐ-ναιόμενος, Il.
}}
}}

Latest revision as of 10:44, 9 January 2023

German (Pape)

[Seite 1082] ουσα, ον, gut zu bewohnen, Hom. πόλις, δόμοι, μέγαρα.

French (Bailly abrégé)

οντος;
bien situé.
Étymologie: εὖ, ναιετάω.

Russian (Dvoretsky)

εὐναιετάων: ουσα, ον
1 удобный для жилья, благоустроенный или уютный (δόμοι, μέγαρα Hom.);
2 хорошо населенный, многолюдный (πόλις Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐναιετάων: -ουσα, -ον, καλῶς τοποθετημένος, καλῶς κατῳκημένος, Ὁμηρικ. ἐπίθ. τῶν λέξεων πόλις, δόμοι, μέγαρα· οὕτω καὶ εὐναιόμενος, η, ον, ἐν τῇ Ἰλ…, ὡς ἐπίθ. τοῦ πόλιςπτολίεθρον ὡσαύτως, ἐν Βουδείῳ εὐν. Ἰλ. Π. 572· ἐς Σιδονίην εὐν. Ὀδ. Ν. 285. - Δεν ὑπάρχει ῥῆμα εὐναίομαι ἢ εὐναιετάω, δι’ ὃ ἐν ταῖς νεωτέραις καὶ ἀρίσταις ἐκδόσεσι γράφεται διηρημένως, εὖ ναιετάων, εὖ ναιόμενος, ἀλλὰ πρβλ. Splitzn ἐν Ἰλ. Α. 164.

English (Autenrieth)

see ναιετάω.

Greek Monotonic

εὐναιετάων: -ουσα, -ον (ναιετάω), καλά τοποθετημένος, αυτός που βρίσκεται σε καλή τοποθεσία, λέγεται για πόλεις και σπίτια, σε Όμηρ.· ομοίως επίσης, εὐ-ναιόμενος, , -ον, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ναιετάω
well-situated, of cities and houses, Hom.:—so also εὐ-ναιόμενος, Il.