πιδακόεις: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=όεσσα, όεν;<br />de source.<br />'''Étymologie:''' [[πῖδαξ]]. | |btext=όεσσα, όεν;<br />[[de source]].<br />'''Étymologie:''' [[πῖδαξ]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:00, 9 January 2023
English (LSJ)
εσσα, εν, full of springs, Hegesin. ap. Paus.9.29.1; gushing, λιβάς E.Andr.116 (eleg.).
German (Pape)
[Seite 612] εσσα, εν, quellig, quellreich, λιβάς, Eur. Andr. 116.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
de source.
Étymologie: πῖδαξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιδακόεις -όεσσα -όεν [πῖδαξ] rijk aan bronnen.
Russian (Dvoretsky)
πῑδᾰκόεις: όεσσα, όεν многоструйный, полноводный (λιβάς Eur.).
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
1. γεμάτος από πηγές, από αναβρύστρες («Ἄσκρην, ἥ θ' Ἑλικῶνα ἔχει πόδα πιδακόεντα», Ηγησίν.)
2. αυτός που αναβλύζει σαν πηγή («τάκομαι ὡς πετρίνα πιδακόεσσα λιβάς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδαξ, -ακος + κατάλ. -όεις].
Greek Monotonic
πῑδᾰκόεις: -εσσα, -εν (πῖδαξ), αυτός που εξορμά, αναβλύζει, που διοχετεύεται, ορμητικός, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πῑδᾰκόεις: εσσα, εν, ἀναβρύων ὡς πῖδαξ, λιβὰς Εὐρ. Ἀνδρ. 116.