προεξέρχομαι: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao.2</i> προεξῆλθον, <i>etc.</i><br />s'avancer contre, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐξέρχομαι]]. | |btext=<i>ao.2</i> προεξῆλθον, <i>etc.</i><br />[[s'avancer contre]], [[τινι]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐξέρχομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:50, 9 January 2023
English (LSJ)
go out before, τῷ πεζῷ Th.7.74; εἰς Σαρδόνα Plb.2.23.6; τῆς πόλεως D.H.1.46; π. τοῦ βίου πρὶν… J.AJ2.7.2 (so abs. -ελθών previously deceased, Supp.Epigr.6.236 (Phrygia)); φῶς φωτὸς π. Ph. 1.603: abs., anticipate arrest by flight, SIG 283.11 (Edict. Alex. Magni).
German (Pape)
[Seite 721] (s. ἔρχομαι), vorher herauskommen, ausrücken, Thuc. 7, 74 u. Folgde; προεξεληλυθὼς ἔτυχεν εἰς Σαρδόνα, Pol. 2, 23, 6.
French (Bailly abrégé)
ao.2 προεξῆλθον, etc.
s'avancer contre, τινι.
Étymologie: πρό, ἐξέρχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-εξέρχομαι als eerste vertrekken; milit. als eerste uitrukken.
Russian (Dvoretsky)
προεξέρχομαι: (aor. 2 προεξῆλθον) выходить ранее или вперед: τῷ πεζῷ προεξελθόντες Thuc. выступив вперед с пехотой; προεξεληλυθὼς ἔτυχεν εἰς Σαρδόνα Polyb. (Гай Атилий) уже раньше отбыл в Сардинию.
Greek Monolingual
Α
1. (για στρατιωτικό τμήμα) εξέρχομαι πριν από τον αντίπαλο
2. προλαβαίνω να φύγω, να σωθώ φεύγοντας
3. πεθαίνω πριν από ένα γεγονός.
Greek Monotonic
προεξέρχομαι: αποθ., βγαίνω έξω από πριν, τῷ πεζῷ, με το πεζικό, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
προεξέρχομαι: ἀποθ., ἐξέρχομαι πρότερον, τῷ πεζῷ Θουκ. 7. 74· τῆς πόλεως Διον. Ἁλ. 1. 46· εἰς Σαρδόνα Πολύβ. 2. 23. 6.