ἐνολισθαίνω: Difference between revisions
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao.2</i> ἐνώλισθον;<br />glisser dans, tomber dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], ὀλισθαίνω. | |btext=<i>ao.2</i> ἐνώλισθον;<br />[[glisser dans]], [[tomber dans]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], ὀλισθαίνω. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 12:05, 9 January 2023
English (LSJ)
later form of ἐνολισθάνω.
Spanish (DGE)
1 venirse abajo, caer al suelo una bandada de pájaros, Plu.Pomp.25
•gener. c. dat. concr. derrumbarse, caerse ref. a borrachos κεφαλὴ ... μένειν δὲ ὀρθὴ ἐπὶ τῶν ὤμων μὴ δυναμένη ... τοῖς σπονδύλοις ἐνολισθαίνουσα Basil.M.31.453A, τυφλὸς ... τοίχοις προσκρούων καὶ βόθροις ἐνολισθαίνων Chrys.M.63.724B
•de la tierra hundirse por causa de movimientos sísmicos χώρα ... χάσμασιν ἐνώλισθε πολλοῖς Plu.Cim.16
•fig. c. dat. abstr. δειναῖς τε καὶ ἀνηκέστοις ἐνολισθήσαντες συμφοραῖς abrumados por tremendas e insufribles calamidades Cyr.Al.M.71.200B.
2 deslizarse, discurrir ἐν ὑγρῷ τε καὶ ἐπιπολαίῳ τῷ πηλῷ τοῦ τρόχου δι' εὐκολίας ἐνολισθαίνοντος Gr.Nyss.Ep.6.4, fig. ἡ τῷ γλίσχρῳ τῆς ἁμαρτίας ἐνολισθήσασα Gr.Nyss.Hom.in Cant.149.2.
German (Pape)
[Seite 849] (s. ὀλισθαίνω), hineingleiten, einsinken, Plut. Pomp. 25 Cim. 16.
French (Bailly abrégé)
ao.2 ἐνώλισθον;
glisser dans, tomber dans.
Étymologie: ἐν, ὀλισθαίνω.
Greek Monolingual
ἐνολισθαίνω (AM) (Α και ἐνολισθάνω) ολισθαίνω
(για έδαφος) ολισθαίνω, υφίσταμαι κατολίσθηση, γλιστρώ, βυθίζομαι («ἡ χώρα τῶν Λακεδαιμονίων χάσμασιν ἐνώλισθε πολλοῖς» — υπέστη κατολίσθηση εξαιτίας πολλών χασμάτων, ρηγμάτων, Πλούτ.)
αρχ.
πέφτω γιατί δεν έχω στήριγμα.
Russian (Dvoretsky)
ἐνολισθαίνω: (aor. 2 ἐνώλισθον) соскальзывать, оползать, проваливаться (ἡ χώρα χάσμασιν ἐνώλισθε Plut.).