κελαδῆτις: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $3.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ιδος<br /><i>adj. f.</i><br />sonore, retentissant.<br />'''Étymologie:''' [[κελαδέω]]. | |btext=ιδος<br /><i>adj. f.</i><br />[[sonore]], [[retentissant]].<br />'''Étymologie:''' [[κελαδέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 12:05, 9 January 2023
English (LSJ)
ιδος, ἡ, loud-sounding, γλῶσσα Pi.N.4.86.
German (Pape)
[Seite 1413] ιδος, ἡ, fem. zu einem nicht vorkommenden κελαδήτης; γλῶσσα, singend, Pind. N. 4, 86.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
sonore, retentissant.
Étymologie: κελαδέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελαδῆτις, gen. -δος [κέλαδος] welluidend.
Russian (Dvoretsky)
κελᾰδῆτις: ῐδος adj. f звучная, певучая (γλῶσσα Pind.).
Greek Monolingual
κελαδῆτις, ἡ (Α)
αυτή που ηχεί βαριά, ηχηρή («ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλαδος + επίθημα -ῆτις, -ήτιδος, που απαντά σε θηλ. αντίστοιχων αρσ. σε -ήτης (πρβλ. προφ-ήτης)].
Greek Monotonic
κελᾰδῆτις: -ιδος, ἡ, αυτή που ηχεί δυνατά, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
κελᾰδῆτις: ῐδος, ἡ, μεγάλως ἠχοῦσα, γλῶσσα Πινδ. Ν. 4. 140.