αντίπαλος: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
(5)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀντίπαλος]], -ον) [[αντι</i> - <span style="color: red;">+</span> <i>παλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πάλη]]]]<br /><b>1.</b> αυτός που παλεύει, αγωνίζεται [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που συναγωνίζεται, αμιλλάται με κάποιον<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> α) ο [[ανταγωνιστής]]<br />6) ο [[εχθρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ισόπαλος]], ο [[σχεδόν]] [[ίσος]] στη [[δύναμη]]<br /><b>2.</b> ο [[εξίσου]] [[μεγάλος]]<br /><b>3.</b> ο [[ανάλογος]], ο [[αντίστοιχος]]<br /><b>4.</b> ο [[αμοιβαίος]]<br /><b>5.</b> ο [[αντίθετος]]<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀντίπαλον</i><br />α) η αντίθετη [[παράταξη]], οι αντίπαλοι<br />6) <b>φρ.</b> «τὸ ἀντίπαλον τῆς ναυμαχίας» — η [[αβεβαιότητα]], η [[ασάφεια]] για το [[αποτέλεσμα]]<br />γ) «τὸ ἀντίπαλον [[δέος]]» — ο [[φόβος]] που προκαλείται από την [[ισορροπία]] δυνάμεων των αντιπάλων (<b>Θουκ.</b>).
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀντίπαλος]], -ον) αντι - <span style="color: red;">+</span> <i>παλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πάλη]]<br /><b>1.</b> αυτός που παλεύει, αγωνίζεται [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που συναγωνίζεται, αμιλλάται με κάποιον<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> α) ο [[ανταγωνιστής]]<br />6) ο [[εχθρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ισόπαλος]], ο [[σχεδόν]] [[ίσος]] στη [[δύναμη]]<br /><b>2.</b> ο [[εξίσου]] [[μεγάλος]]<br /><b>3.</b> ο [[ανάλογος]], ο [[αντίστοιχος]]<br /><b>4.</b> ο [[αμοιβαίος]]<br /><b>5.</b> ο [[αντίθετος]]<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀντίπαλον</i><br />α) η αντίθετη [[παράταξη]], οι αντίπαλοι<br />6) <b>φρ.</b> «τὸ ἀντίπαλον τῆς ναυμαχίας» — η [[αβεβαιότητα]], η [[ασάφεια]] για το [[αποτέλεσμα]]<br />γ) «τὸ ἀντίπαλον [[δέος]]» — ο [[φόβος]] που προκαλείται από την [[ισορροπία]] δυνάμεων των αντιπάλων (<b>Θουκ.</b>).
}}
}}

Revision as of 18:41, 10 January 2023

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀντίπαλος, -ον) αντι - + παλος < πάλη
1. αυτός που παλεύει, αγωνίζεται εναντίον κάποιου
2. εκείνος που συναγωνίζεται, αμιλλάται με κάποιον
3. ως ουσ. α) ο ανταγωνιστής
6) ο εχθρός
αρχ.
1. ο ισόπαλος, ο σχεδόν ίσος στη δύναμη
2. ο εξίσου μεγάλος
3. ο ανάλογος, ο αντίστοιχος
4. ο αμοιβαίος
5. ο αντίθετος
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀντίπαλον
α) η αντίθετη παράταξη, οι αντίπαλοι
6) φρ. «τὸ ἀντίπαλον τῆς ναυμαχίας» — η αβεβαιότητα, η ασάφεια για το αποτέλεσμα
γ) «τὸ ἀντίπαλον δέος» — ο φόβος που προκαλείται από την ισορροπία δυνάμεων των αντιπάλων (Θουκ.).