ελληνίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
(11)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἑλληνίζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μιμούμαι]] τους Έλληνες στη [[γλώσσα]], στον τρόπο ζωής κ.λπ.<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[γίνομαι]] [[ειδωλολάτρης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μιλώ]] και [[γράφω]] σωστά τα Ελληνικά<br /><b>2.</b> (για λόγο) διατυπώνομαι [[κατά]] το [[τυπικό]] της ελληνικής γλώσσας<br /><b>3.</b> [[μιλώ]] την [[κοινή]] Ελληνική<br /><b>4.</b> [[ευνοώ]] τους Έλληνες<br /><b>5.</b> [[μετατρέπω]] [[κάτι]] σε ελληνικό<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> [[μαθαίνω]] την ελληνική [[γλώσσα]].
|mltxt=(AM [[ἑλληνίζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μιμούμαι]] τους Έλληνες στη [[γλώσσα]], στον τρόπο ζωής κ.λπ.<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[γίνομαι]] [[ειδωλολάτρης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μιλώ]] και [[γράφω]] σωστά τα Ελληνικά<br /><b>2.</b> (για λόγο) διατυπώνομαι [[κατά]] το [[τυπικό]] της ελληνικής γλώσσας<br /><b>3.</b> [[μιλώ]] την [[κοινή]] Ελληνική<br /><b>4.</b> [[ευνοώ]] τους Έλληνες<br /><b>5.</b> [[μετατρέπω]] [[κάτι]] σε ελληνικό<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> [[μαθαίνω]] την ελληνική [[γλώσσα]].
}}
{{trml
|trtx====[[Hellenize]]===
Catalan: hel·lenitzar; Czech: helenizovat; Finnish: hellenisoida, kreikkalaistaa; French: [[helléniser]]; Greek: [[ελληνίζω]]; Ancient Greek: [[Ἑλληνίζω]], [[ἑλληνίζω]], [[ἀφελληνίζω]], [[ἐξελληνίζω]]; Italian: [[ellenizzare]], [[grecizzare]]; Portuguese: [[helenizar]]; Spanish: [[helenizar]]; Turkish: Helenize etmek, Yunanlaştırmak; Vietnamese: Hy Lạp hóa, Hi Lạp hóa
}}
}}

Revision as of 12:08, 10 March 2023

Greek Monolingual

(AM ἑλληνίζω)
νεοελλ.
μιμούμαι τους Έλληνες στη γλώσσα, στον τρόπο ζωής κ.λπ.
αρχ.-μσν.
γίνομαι ειδωλολάτρης
αρχ.
1. μιλώ και γράφω σωστά τα Ελληνικά
2. (για λόγο) διατυπώνομαι κατά το τυπικό της ελληνικής γλώσσας
3. μιλώ την κοινή Ελληνική
4. ευνοώ τους Έλληνες
5. μετατρέπω κάτι σε ελληνικό
6. παθ. μαθαίνω την ελληνική γλώσσα.

Translations

Hellenize

Catalan: hel·lenitzar; Czech: helenizovat; Finnish: hellenisoida, kreikkalaistaa; French: helléniser; Greek: ελληνίζω; Ancient Greek: Ἑλληνίζω, ἑλληνίζω, ἀφελληνίζω, ἐξελληνίζω; Italian: ellenizzare, grecizzare; Portuguese: helenizar; Spanish: helenizar; Turkish: Helenize etmek, Yunanlaştırmak; Vietnamese: Hy Lạp hóa, Hi Lạp hóa