útil: Difference between revisions
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(3) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[ἀγαθός]], [[ἀναγκαῖος]], [[ἄρκιος]], [[ἀρωγός]], [[βιωφελής]], [[βοηθητικός]], [[γόνιμος]], [[διακόνημα]], [[ἐνεργός]], [[ἐπιτάδειος]], [[ἐπιτήδειος]], [[ἐπιτήδεος]], [[κράγυος]], [[κρήγυος]], [[λυσιτελής]], [[ξύμφορος]], [[ὄνειος]], [[ὀνήσιμος]], [[ποτίφορος]], [[πρὸ ἔργου]], [[πρόσφορος]], [[προὔργου]], [[σύμφορος]], [[χρεῖος]], [[χρήσιμος]], [[χρηστήριος]], [[χρηστικός]], [[χρηστός]], [[ὠφελήσιμος]], [[ὠφέλιμος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:02, 12 March 2023
Spanish > Greek
ἀγαθός, ἀναγκαῖος, ἄρκιος, ἀρωγός, βιωφελής, βοηθητικός, γόνιμος, διακόνημα, ἐνεργός, ἐπιτάδειος, ἐπιτήδειος, ἐπιτήδεος, κράγυος, κρήγυος, λυσιτελής, ξύμφορος, ὄνειος, ὀνήσιμος, ποτίφορος, πρὸ ἔργου, πρόσφορος, προὔργου, σύμφορος, χρεῖος, χρήσιμος, χρηστήριος, χρηστικός, χρηστός, ὠφελήσιμος, ὠφέλιμος