σεβασμός: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source
(4)
mNo edit summary
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=σεβασμός
|Medium diacritics=σεβασμός
|Low diacritics=σεβασμός
|Capitals=ΣΕΒΑΣΜΟΣ
|Transliteration A=sebasmós
|Transliteration B=sebasmos
|Transliteration C=sevasmos
|Beta Code=sebasmo/s
|Definition=ὁ,<br><b class="num">1</b>= [[σέβασις]] ([[reverence]], [[veneration]], [[worship]]), OGI 383.80 (Commagene, i BC), cf. DS. 1.83; σεβασμὸν [[ἀποδοῦναι]] Aristeas 179; τὸν περὶ τῶν θεῶν σ. Placit. 1.6.9, cf. SIG 867.36 (ii AD); περὶ τοὺς [[βασιλέας]] Str. 11.13.9; σ. τοῦ σοφοῦ Epicur. ''Sent.Vat.'' 32; τὸν σ. τοῦ λόγου M.Ant 4.16; ἀρχὴ σεβασμοῦ μεστή = [[of majesty]], DH. 6.81; pl., Orph. ''H.'' 17.8 bis, DH. 2.75.<br><b class="num">2</b>[[ritual]], Gal. 12.173.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0867.png Seite 867]] ὁ, = [[σέβασις]]; D. Hal. 6, 81, oft; auch θεῶν, Plut. plac. phil. 1, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0867.png Seite 867]] ὁ, = [[σέβασις]]; D. Hal. 6, 81, oft; auch θεῶν, Plut. plac. phil. 1, 6.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[σέβασις]].<br />'''Étymologie:''' [[σεβάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σεβασμός:''' ὁ [[почитание]], [[культ]] ([[θεῶν]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σεβασμός''': ὁ, = [[σέβασις]], ὡς καὶ νῦν, θεῶν Πλούτ. 2. 879F, Κλήμ. Ἀλ. 42· ἀρχὴ σεβασμοῦ μεστή, [[πλήρης]] μεγαλείου, Διον. Ἁλ. 6. 81· ἐν τῷ πληθ., Ὀρφ. Ὕμν. 17. 18, ἴδε Διον. Ἁλ. 2. 75.
|lstext='''σεβασμός''': ὁ, = [[σέβασις]], ὡς καὶ νῦν, θεῶν Πλούτ. 2. 879F, Κλήμ. Ἀλ. 42· ἀρχὴ σεβασμοῦ μεστή, [[πλήρης]] μεγαλείου, Διον. Ἁλ. 6. 81· ἐν τῷ πληθ., Ὀρφ. Ὕμν. 17. 18, ἴδε Διον. Ἁλ. 2. 75.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[σέβασις]].<br />'''Étymologie:''' [[σεβάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[σεβάζομαι]]<br />το να σέβεται [[κανείς]] κάποιον, να τον υπολήπτεται και να τον τιμά, [[σέβας]] (α. «[[σεβασμός]] [[προς]] τους γονείς» β. «τὸν περὶ τῶν θεῶν σεβασμόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τήρηση]] (α. «[[σεβασμός]] τών συμφωνιών» β. «[[σεβασμός]] της εκεχειρίας»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τρέφω]] σεβασμό για κάποιον» — [[σέβομαι]] κάποιον, τον έχω σε [[υπόληψη]] («τρέφει μεγάλο σεβασμό στους ανωτέρους του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[αντικείμενο]] του σεβασμού<br /><b>2.</b> [[ιεροτελεστία]], λατρευτικό [[τυπικό]].
|mltxt=ο, ΝΑ [[σεβάζομαι]]<br />το να σέβεται [[κανείς]] κάποιον, να τον υπολήπτεται και να τον τιμά, [[σέβας]] (α. «[[σεβασμός]] [[προς]] τους γονείς» β. «τὸν περὶ τῶν θεῶν σεβασμόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τήρηση]] (α. «[[σεβασμός]] τών συμφωνιών» β. «[[σεβασμός]] της εκεχειρίας»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τρέφω]] σεβασμό για κάποιον» — [[σέβομαι]] κάποιον, τον έχω σε [[υπόληψη]] («τρέφει μεγάλο σεβασμό στους ανωτέρους του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[αντικείμενο]] του σεβασμού<br /><b>2.</b> [[ιεροτελεστία]], λατρευτικό [[τυπικό]].
}}
{{elru
|elrutext='''σεβασμός:''' ὁ почитание, культ ([[θεῶν]] Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 13:43, 19 March 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεβασμός Medium diacritics: σεβασμός Low diacritics: σεβασμός Capitals: ΣΕΒΑΣΜΟΣ
Transliteration A: sebasmós Transliteration B: sebasmos Transliteration C: sevasmos Beta Code: sebasmo/s

English (LSJ)

ὁ,
1σέβασις (reverence, veneration, worship), OGI 383.80 (Commagene, i BC), cf. DS. 1.83; σεβασμὸν ἀποδοῦναι Aristeas 179; τὸν περὶ τῶν θεῶν σ. Placit. 1.6.9, cf. SIG 867.36 (ii AD); περὶ τοὺς βασιλέας Str. 11.13.9; σ. τοῦ σοφοῦ Epicur. Sent.Vat. 32; τὸν σ. τοῦ λόγου M.Ant 4.16; ἀρχὴ σεβασμοῦ μεστή = of majesty, DH. 6.81; pl., Orph. H. 17.8 bis, DH. 2.75.
2ritual, Gal. 12.173.

German (Pape)

[Seite 867] ὁ, = σέβασις; D. Hal. 6, 81, oft; auch θεῶν, Plut. plac. phil. 1, 6.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. σέβασις.
Étymologie: σεβάζω.

Russian (Dvoretsky)

σεβασμός:почитание, культ (θεῶν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σεβασμός: ὁ, = σέβασις, ὡς καὶ νῦν, θεῶν Πλούτ. 2. 879F, Κλήμ. Ἀλ. 42· ἀρχὴ σεβασμοῦ μεστή, πλήρης μεγαλείου, Διον. Ἁλ. 6. 81· ἐν τῷ πληθ., Ὀρφ. Ὕμν. 17. 18, ἴδε Διον. Ἁλ. 2. 75.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ σεβάζομαι
το να σέβεται κανείς κάποιον, να τον υπολήπτεται και να τον τιμά, σέβας (α. «σεβασμός προς τους γονείς» β. «τὸν περὶ τῶν θεῶν σεβασμόν», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. τήρηση (α. «σεβασμός τών συμφωνιών» β. «σεβασμός της εκεχειρίας»)
2. φρ. «τρέφω σεβασμό για κάποιον» — σέβομαι κάποιον, τον έχω σε υπόληψη («τρέφει μεγάλο σεβασμό στους ανωτέρους του»)
αρχ.
1. το αντικείμενο του σεβασμού
2. ιεροτελεστία, λατρευτικό τυπικό.