σιωπώ: Difference between revisions

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319
(37)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=σιωπῶ, άω, ΝΜΑ, και [[σωπώ]] Ν, και σωπῶ, -άω, ΜΑ<br /><b>(αμτβ.)</b> [[τηρώ]] [[σιωπή]], [[μένω]] [[σιωπηλός]], [[σωπαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />δεν ηχώ ή [[παύω]] να ηχώ («η [[καμπάνα]] σιώπησε»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> καθίσταμαι [[βουβός]], [[χάνω]] τη [[φωνή]] μου, βουβαίνομαι<br /><b>2.</b> (για μέλισσες) [[ησυχάζω]], [[ηρεμώ]]<br /><b>3.</b> <b>(μτβ.)</b> [[φυλάγω]] [[κάτι]] [[μυστικό]], το [[αποσιωπώ]] («σιωπᾱν τά γε δίκαι' οὐ χρή ποτε», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>σιωπῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />[[επιβάλλω]] [[σιωπή]] σε κάποιον, τον [[κάνω]] να σιωπήσει («ὁ [[κήρυξ]]... σιωπησάμενος τὰ πλήθη», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ τὸ σιωπώμενον» — [[κατά]] [[εικασία]], [[κατά]] υποκειμενική [[αντίληψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λ. [[σιωπή]], <i>σιωπῶ</i> προέρχονται από [[ονοματοποιία]] και [[είναι]] πιθ. εκφραστικοί τύποι, οι οποίοι έχουν προέλθει από την [[οικογένεια]] τών [[σῖγα]], [[σιγή]], <i>σιγῶ</i> (<b>βλ. λ.</b> [[σῖγα]]), και, [[κατά]] μία [[άποψη]], όχι ιδιαίτερα πιθανή, έχουν σχηματιστεί με συμφυρμό τών [[σιγή]], <i>σιγῶ</i> με το λατ. <i>sopio</i> «[[κοιμίζω]]»].
|mltxt=[[σιωπῶ]], [[σιωπάω]], ΝΜΑ, και [[σωπώ]] Ν, και [[σωπῶ]], [[σωπάω]], ΜΑ<br /><b>(αμτβ.)</b> [[τηρώ]] [[σιωπή]], [[μένω]] [[σιωπηλός]], [[σωπαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />δεν ηχώ ή [[παύω]] να ηχώ («η [[καμπάνα]] σιώπησε»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> καθίσταμαι [[βουβός]], [[χάνω]] τη [[φωνή]] μου, βουβαίνομαι<br /><b>2.</b> (για μέλισσες) [[ησυχάζω]], [[ηρεμώ]]<br /><b>3.</b> <b>(μτβ.)</b> [[φυλάγω]] [[κάτι]] [[μυστικό]], το [[αποσιωπώ]] («σιωπᾱν τά γε δίκαι' οὐ χρή ποτε», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>σιωπῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />[[επιβάλλω]] [[σιωπή]] σε κάποιον, τον [[κάνω]] να σιωπήσει («ὁ [[κήρυξ]]... σιωπησάμενος τὰ πλήθη», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ τὸ σιωπώμενον» — [[κατά]] [[εικασία]], [[κατά]] υποκειμενική [[αντίληψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λ. [[σιωπή]], <i>σιωπῶ</i> προέρχονται από [[ονοματοποιία]] και [[είναι]] πιθ. εκφραστικοί τύποι, οι οποίοι έχουν προέλθει από την [[οικογένεια]] τών [[σῖγα]], [[σιγή]], <i>σιγῶ</i> (<b>βλ. λ.</b> [[σῖγα]]), και, [[κατά]] μία [[άποψη]], όχι ιδιαίτερα πιθανή, έχουν σχηματιστεί με συμφυρμό τών [[σιγή]], <i>σιγῶ</i> με το λατ. <i>sopio</i> «[[κοιμίζω]]»].
}}
}}

Revision as of 08:26, 5 April 2023

Greek Monolingual

σιωπῶ, σιωπάω, ΝΜΑ, και σωπώ Ν, και σωπῶ, σωπάω, ΜΑ
(αμτβ.) τηρώ σιωπή, μένω σιωπηλός, σωπαίνω
νεοελλ.
δεν ηχώ ή παύω να ηχώ («η καμπάνα σιώπησε»)
αρχ.
1. καθίσταμαι βουβός, χάνω τη φωνή μου, βουβαίνομαι
2. (για μέλισσες) ησυχάζω, ηρεμώ
3. (μτβ.) φυλάγω κάτι μυστικό, το αποσιωπώ («σιωπᾱν τά γε δίκαι' οὐ χρή ποτε», Ευρ.)
4. μέσ. σιωπῶμαι, -άομαι
επιβάλλω σιωπή σε κάποιον, τον κάνω να σιωπήσει («ὁ κήρυξ... σιωπησάμενος τὰ πλήθη», Πολ.)
5. φρ. «κατὰ τὸ σιωπώμενον» — κατά εικασία, κατά υποκειμενική αντίληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. σιωπή, σιωπῶ προέρχονται από ονοματοποιία και είναι πιθ. εκφραστικοί τύποι, οι οποίοι έχουν προέλθει από την οικογένεια τών σῖγα, σιγή, σιγῶ (βλ. λ. σῖγα), και, κατά μία άποψη, όχι ιδιαίτερα πιθανή, έχουν σχηματιστεί με συμφυρμό τών σιγή, σιγῶ με το λατ. sopio «κοιμίζω»].