Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σωπῶ

From LSJ

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463

Greek Monolingual

σιωπῶ, σιωπάω, ΝΜΑ, και σωπώ Ν, και σωπῶ, σωπάω, ΜΑ
(αμτβ.) τηρώ σιωπή, μένω σιωπηλός, σωπαίνω
νεοελλ.
δεν ηχώ ή παύω να ηχώ («η καμπάνα σιώπησε»)
αρχ.
1. καθίσταμαι βουβός, χάνω τη φωνή μου, βουβαίνομαι
2. (για μέλισσες) ησυχάζω, ηρεμώ
3. (μτβ.) φυλάγω κάτι μυστικό, το αποσιωπώ («σιωπᾶν τά γε δίκαι' οὐ χρή ποτε», Ευρ.)
4. μέσ. σιωπῶμαι, -άομαι
επιβάλλω σιωπή σε κάποιον, τον κάνω να σιωπήσει («ὁ κήρυξ... σιωπησάμενος τὰ πλήθη», Πολ.)
5. φρ. «κατὰ τὸ σιωπώμενον» — κατά εικασία, κατά υποκειμενική αντίληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. σιωπή, σιωπῶ προέρχονται από ονοματοποιία και είναι πιθ. εκφραστικοί τύποι, οι οποίοι έχουν προέλθει από την οικογένεια τών σῖγα, σιγή, σιγῶ (βλ. λ. σῖγα), και, κατά μία άποψη, όχι ιδιαίτερα πιθανή, έχουν σχηματιστεί με συμφυρμό τών σιγή, σιγῶ με το λατ. sopio «κοιμίζω»].