σωπώ

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source

Greek Monolingual

σιωπῶ, σιωπάω, ΝΜΑ, και σωπώ Ν, και σωπῶ, σωπάω, ΜΑ
(αμτβ.) τηρώ σιωπή, μένω σιωπηλός, σωπαίνω
νεοελλ.
δεν ηχώ ή παύω να ηχώ («η καμπάνα σιώπησε»)
αρχ.
1. καθίσταμαι βουβός, χάνω τη φωνή μου, βουβαίνομαι
2. (για μέλισσες) ησυχάζω, ηρεμώ
3. (μτβ.) φυλάγω κάτι μυστικό, το αποσιωπώ («σιωπᾶν τά γε δίκαι' οὐ χρή ποτε», Ευρ.)
4. μέσ. σιωπῶμαι, -άομαι
επιβάλλω σιωπή σε κάποιον, τον κάνω να σιωπήσει («ὁ κήρυξ... σιωπησάμενος τὰ πλήθη», Πολ.)
5. φρ. «κατὰ τὸ σιωπώμενον» — κατά εικασία, κατά υποκειμενική αντίληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. σιωπή, σιωπῶ προέρχονται από ονοματοποιία και είναι πιθ. εκφραστικοί τύποι, οι οποίοι έχουν προέλθει από την οικογένεια τών σῖγα, σιγή, σιγῶ (βλ. λ. σῖγα), και, κατά μία άποψη, όχι ιδιαίτερα πιθανή, έχουν σχηματιστεί με συμφυρμό τών σιγή, σιγῶ με το λατ. sopio «κοιμίζω»].