τυφώνας: Difference between revisions

From LSJ

μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ θάνατον ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν καταψηφίσησθε → let neither art nor craft induce you to condemn those men

Source
(42)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / τυφῶν, -ῶνος, ΝΑ, και [[τυφώς]], -ῶ, Α<br />[[σίφωνας]], [[κυκλώνας]], [[θύελλα]], [[ανεμοστρόβιλος]], [[λαίλαπα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά) <b>(μετεωρ.)</b><br />[[τροπικός]] [[κυκλώνας]], [[βίαιος]] [[στρόβιλος]] αέρα που καλύπτει [[κατά]] τη μετακίνησή του εκτεταμένες σχετικά περιοχές και εμφανίζει [[μεγάλη]] [[συχνότητα]] [[πάνω]] από τα δυτικά τμήματα του Ειρηνικού και του Ατλαντικού, τον Ινδικό Ωκεανό, την Καραϊβική και τον Κόλπο του Μεξικού, προξενώντας μεγάλες καταστροφές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>αστρον.</b> α) [[είδος]] κομήτη<br />β) ο [[αστερισμός]] της Μεγάλης Άρκτου ή [[μέρος]] του αστερισμού [[αυτού]]<br /><b>2.</b> [[περηφάνια]], [[αλαζονεία]]<br /><b>3.</b> (σε μαγική [[φράση]], σε [[ξόρκι]]) [[γάιδαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[Τυφωεύς]].
|mltxt=ο / [[τυφῶν]], -ῶνος, ΝΑ, και [[τυφώς]], -ῶ, Α<br />[[σίφωνας]], [[κυκλώνας]], [[θύελλα]], [[ανεμοστρόβιλος]], [[λαίλαπα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά) <b>(μετεωρ.)</b><br />[[τροπικός]] [[κυκλώνας]], [[βίαιος]] [[στρόβιλος]] αέρα που καλύπτει [[κατά]] τη μετακίνησή του εκτεταμένες σχετικά περιοχές και εμφανίζει [[μεγάλη]] [[συχνότητα]] [[πάνω]] από τα δυτικά τμήματα του Ειρηνικού και του Ατλαντικού, τον Ινδικό Ωκεανό, την Καραϊβική και τον Κόλπο του Μεξικού, προξενώντας μεγάλες καταστροφές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>αστρον.</b> α) [[είδος]] κομήτη<br />β) ο [[αστερισμός]] της Μεγάλης Άρκτου ή [[μέρος]] του αστερισμού [[αυτού]]<br /><b>2.</b> [[περηφάνια]], [[αλαζονεία]]<br /><b>3.</b> (σε μαγική [[φράση]], σε [[ξόρκι]]) [[γάιδαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[Τυφωεύς]].
}}
}}

Latest revision as of 15:51, 10 April 2023

Greek Monolingual

ο / τυφῶν, -ῶνος, ΝΑ, και τυφώς, -ῶ, Α
σίφωνας, κυκλώνας, θύελλα, ανεμοστρόβιλος, λαίλαπα
νεοελλ.
(ειδικά) (μετεωρ.)
τροπικός κυκλώνας, βίαιος στρόβιλος αέρα που καλύπτει κατά τη μετακίνησή του εκτεταμένες σχετικά περιοχές και εμφανίζει μεγάλη συχνότητα πάνω από τα δυτικά τμήματα του Ειρηνικού και του Ατλαντικού, τον Ινδικό Ωκεανό, την Καραϊβική και τον Κόλπο του Μεξικού, προξενώντας μεγάλες καταστροφές
αρχ.
1. αστρον. α) είδος κομήτη
β) ο αστερισμός της Μεγάλης Άρκτου ή μέρος του αστερισμού αυτού
2. περηφάνια, αλαζονεία
3. (σε μαγική φράση, σε ξόρκι) γάιδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Τυφωεύς.