ἰδιωτισμός: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(13_1)
mNo edit summary
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=idiotismos
|Transliteration C=idiotismos
|Beta Code=i)diwtismo/s
|Beta Code=i)diwtismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">way</b> or <b class="b2">fashion of a common person</b>, <span class="bibl">Epict.<span class="title">Ench.</span>33.6</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.67</span>, <span class="bibl">Dam.<span class="title">Isid.</span>223</span>; in language, <b class="b2">homely, vulgar phrase</b>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>2.71</span>, Longin.31.1, <span class="bibl">D.L.7.59</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> Rhet., <b class="b2">argumentum ad hominem</b>, usu. in the form of a hypothetical question, Rufin.<span class="title">Fig.</span>10.</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[way of a common person]] or [[fashion of a common person]], Epict.''Ench.''33.6, S.E.''M.''1.67, Dam.''Isid.''223; in language, [[homely]], [[vulgar phrase]], Phld.''Po.''2.71, Longin.31.1, D.L.7.59.<br><span class="bld">2</span> Rhet., [[argumentum ad hominem]], usually in the form of a [[hypothetical]] [[question]], Rufin.''Fig.''10.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1238.png Seite 1238]] ὁ, das Leben u. bes. die Sprechweise des gemeinen Mannes, Sp., wie Longin. 31 S. Emp. adv. gramm. 67.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1238.png Seite 1238]] ὁ, das Leben u. bes. die Sprechweise des gemeinen Mannes, Sp., wie Longin. 31 S. Emp. adv. gramm. 67.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰδιωτισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[простой образ жизни]], [[жизнь простонародья]] Sext.;<br /><b class="num">2</b> [[язык простонародья]], [[разговорный язык]], [[просторечие]] Diog. L.
}}
{{ls
|lstext='''ἰδιωτισμός''': ὁ, [[τρόπος]] ἰδιώτου, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 67· ὡς πρὸς τὴν γλῶσσαν, κοινὸν ἢ χυδαῖον [[ἰδίωμα]], Λογγῖνος 31, Διογ. Λ. 7. 59. ΙΙ. ἰδιωτικὴ ζωή, Βυζ.· ἰδιωτικὴ [[συνομιλία]], Ἰούλιος Ρουφινιανός (Jul. Rufin. de Fig. σ. 203).
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἰδιωτισμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ιδιάζουσα [[φράση]] με ξεχωριστή [[σημασία]] (α. «όλα κι όλα» β. «το 'βαλε στα πόδια»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τρόπος]] του ιδιώτη<br /><b>2.</b> κοινό λαϊκό [[ιδίωμα]]<br /><b>3.</b> <b>(ρητ.)</b> [[επιχείρημα]] που βγαίνει από την [[κοινή]] [[λογική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιδιώτης]]. Η λ. χρησιμοποιείται στις ευρωπ. γλώσσες ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>idiotism</i>, γαλλ. <i>idiotisme</i>) τόσο με τη σημ. «ιδιάζουσα [[φράση]], της οποίας η σημ. δεν αντιστοιχεί στις σημασίες τών συστατικών της» όσο και με τη σημ. «[[διαλεκτικός]] τ. ή [[φράση]], [[ιδιωματισμός]]»].
}}
}}

Latest revision as of 16:52, 1 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐωτισμός Medium diacritics: ἰδιωτισμός Low diacritics: ιδιωτισμός Capitals: ΙΔΙΩΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: idiōtismós Transliteration B: idiōtismos Transliteration C: idiotismos Beta Code: i)diwtismo/s

English (LSJ)

ὁ,
A way of a common person or fashion of a common person, Epict.Ench.33.6, S.E.M.1.67, Dam.Isid.223; in language, homely, vulgar phrase, Phld.Po.2.71, Longin.31.1, D.L.7.59.
2 Rhet., argumentum ad hominem, usually in the form of a hypothetical question, Rufin.Fig.10.

German (Pape)

[Seite 1238] ὁ, das Leben u. bes. die Sprechweise des gemeinen Mannes, Sp., wie Longin. 31 S. Emp. adv. gramm. 67.

Russian (Dvoretsky)

ἰδιωτισμός:
1 простой образ жизни, жизнь простонародья Sext.;
2 язык простонародья, разговорный язык, просторечие Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιωτισμός: ὁ, τρόπος ἰδιώτου, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 67· ὡς πρὸς τὴν γλῶσσαν, κοινὸν ἢ χυδαῖον ἰδίωμα, Λογγῖνος 31, Διογ. Λ. 7. 59. ΙΙ. ἰδιωτικὴ ζωή, Βυζ.· ἰδιωτικὴ συνομιλία, Ἰούλιος Ρουφινιανός (Jul. Rufin. de Fig. σ. 203).

Greek Monolingual

ο (Α ἰδιωτισμός)
νεοελλ.
ιδιάζουσα φράση με ξεχωριστή σημασία (α. «όλα κι όλα» β. «το 'βαλε στα πόδια»)
αρχ.
1. ο τρόπος του ιδιώτη
2. κοινό λαϊκό ιδίωμα
3. (ρητ.) επιχείρημα που βγαίνει από την κοινή λογική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιώτης. Η λ. χρησιμοποιείται στις ευρωπ. γλώσσες (πρβλ. αγγλ. idiotism, γαλλ. idiotisme) τόσο με τη σημ. «ιδιάζουσα φράση, της οποίας η σημ. δεν αντιστοιχεί στις σημασίες τών συστατικών της» όσο και με τη σημ. «διαλεκτικός τ. ή φράση, ιδιωματισμός»].