λιμνοχαρής: Difference between revisions
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4") |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[λιμνοχαρής]], -ές)<br />αυτός που αγαπά τις λίμνες, που αρέσκεται να ζει [[μέσα]] ή [[κοντά]] σε λίμνες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[λιμνοχαρής]] ή <i>λιμνοχαρίς</i><br />όνομα βατράχου στη <i>Βατραχομυομαχία</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίμνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-ές (Α [[λιμνοχαρής]], -ές)<br />αυτός που αγαπά τις λίμνες, που αρέσκεται να ζει [[μέσα]] ή [[κοντά]] σε λίμνες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[λιμνοχαρής]] ή <i>λιμνοχαρίς</i><br />όνομα βατράχου στη <i>Βατραχομυομαχία</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίμνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]]), [[πρβλ]]. [[αιμοχαρής]], [[πολεμοχαρής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λιμνοχᾰρής:''' болотолюбивый (sc. [[βάτραχος]] Batr.). | |elrutext='''λιμνοχᾰρής:''' [[болотолюбивый]] (''[[sc.]]'' [[βάτραχος]] Batr.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:25, 8 May 2023
English (LSJ)
Love-marsh, name of a frog, Batr. 12, 212.
German (Pape)
[Seite 48] ές, sich des Sumpfes freuend, gern darin lebend, als Froschname auch λιμνόχαρις geschrieben, Batrach.
Greek Monolingual
-ές (Α λιμνοχαρής, -ές)
αυτός που αγαπά τις λίμνες, που αρέσκεται να ζει μέσα ή κοντά σε λίμνες
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ο λιμνοχαρής ή λιμνοχαρίς
όνομα βατράχου στη Βατραχομυομαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. αιμοχαρής, πολεμοχαρής].
Russian (Dvoretsky)
λιμνοχᾰρής: болотолюбивый (sc. βάτραχος Batr.).