καμπύλοχος: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καμπύλοχος]], -ον (Α)<br />(για [[άροτρο]]) αυτός που έχει καμπύλους τροχούς, καμπυλότροχος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καμπύλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὀχοῦμαι</i>), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[καμπύλοχος]], -ον (Α)<br />(για [[άροτρο]]) αυτός που έχει καμπύλους τροχούς, καμπυλότροχος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καμπύλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὀχοῦμαι</i>), [[πρβλ]]. [[νήοχος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 8 May 2023
English (LSJ)
[ῠ], ον, with curved carriage, κερκίδες, i.e. ploughs, Orph.Fr.33.
German (Pape)
[Seite 1319] mit gekrümmten Rädern, Orph. bei Ol. Al. Str. V p. 675, nach Lob. em. für καμπυλόχρως.
French (Bailly abrégé)
[ῠ] ον,
aux roues arrondies, ORPH. (CLÉM. 675).
Étymologie: καμπύλος, ὄχος.
Greek (Liddell-Scott)
καμπύλοχος: -ον, ἔχων καμπύλους τροχούς, ἐπὶ το ἀρότρου, Ὀρφ. παρὰ Κλή. Ἀλ. 675, ἐν τέλ. (κατὰ Λοβ. ἀντὶ τῆς ἡμαρτημένης γραφῆς καμπυλόχρως).
Greek Monolingual
καμπύλοχος, -ον (Α)
(για άροτρο) αυτός που έχει καμπύλους τροχούς, καμπυλότροχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + -οχος (< ὀχοῦμαι), πρβλ. νήοχος].