ψυχοτακής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που λειώνει την [[ψυχή]] ή την [[καρδιά]] («ψυχοτακῆ δάκρυα», ΑΠλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τακῄς</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>τᾰκ</i>-, [[πρβλ]]. <i>ἔτακον</i>, αόρ. β' του [[τήκω]] «[[λειώνω]]»), [[πρβλ]]. <i>σαρκο</i>-<i>τακής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που λειώνει την [[ψυχή]] ή την [[καρδιά]] («ψυχοτακῆ δάκρυα», ΑΠλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τακῄς</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>τᾰκ</i>-, [[πρβλ]]. <i>ἔτακον</i>, αόρ. β' του [[τήκω]] «[[λειώνω]]»), [[πρβλ]]. [[σαρκοτακής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 06:57, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῡχοτᾰκής Medium diacritics: ψυχοτακής Low diacritics: ψυχοτακής Capitals: ΨΥΧΟΤΑΚΗΣ
Transliteration A: psychotakḗs Transliteration B: psychotakēs Transliteration C: psychotakis Beta Code: yuxotakh/s

English (LSJ)

ές, melting the soul or heart, στόματος πρόθυρα (i. e. χείλη) AP5.55 (Diosc.); δάκρυα APl.4.198 (Maec.).

German (Pape)

[Seite 1404] ές, die Seele schmelzend, oder worin die Seele schmilzt, sich ergießt; δάκρυα Qu. Maec. 9 (Plan. 198); χείλη Sosipat. 3 (V, 56).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui consume l'âme;
2 qui assigne les âmes à comparaître.
Étymologie: ψυχή, τήκω.

Russian (Dvoretsky)

ψῡχοτᾰκής: τήκω изводящий душу, томящий (χείλη ῥοδόχροα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχοτᾰκής: -ές, ὁ τήκων τὴν ψυχὴν ἢ τὴν καρδίαν, χείλη, δάκρυα Ἀνθ. Παλατ. 5. 56, Πλαν. 198.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που λειώνει την ψυχή ή την καρδιά («ψυχοτακῆ δάκρυα», ΑΠλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -τακῄς (< θ. τᾰκ-, πρβλ. ἔτακον, αόρ. β' του τήκω «λειώνω»), πρβλ. σαρκοτακής].

Greek Monotonic

ψῡχοτᾰκής: -ές (τήκω), αυτός που λιώνει την ψυχή, σε Ανθ.

Middle Liddell

ψῡχο-τᾰκής, ές τήκω
melting the soul, Anth.