ψεφαυγής: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(6_7) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψεφαυγής''': -ές, γεν. έος, ὁ σκοτεινῶς λάμπων, [[ζοφώδης]] [[μετὰ]] λάμψεως, ὡς τὰ [[κελαινοφαής]], μελαμφαὴς, [[νυκτιλαμπής]], Seild. εἰς Εὐρ. Τρῳ. 586, Ι. Α. 110. | |lstext='''ψεφαυγής''': -ές, γεν. έος, ὁ σκοτεινῶς λάμπων, [[ζοφώδης]] [[μετὰ]] λάμψεως, ὡς τὰ [[κελαινοφαής]], μελαμφαὴς, [[νυκτιλαμπής]], Seild. εἰς Εὐρ. Τρῳ. 586, Ι. Α. 110. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br />[[σκοτεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψέφας]] «[[σκοτάδι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐγή]]), [[πρβλ]]. [[χρυσαυγής]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ψεφαυγής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i> ([[αὐγή]]), αυτός που έχει σκοτεινή [[λάμψη]], δηλ. αυτός που φέγγει ζοφερά, σε Ευρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ψεφ-αυγής, ές [[αὐγή]]<br />[[dark]]-[[gleaming]], i.e. [[glimmering]], [[gloomy]], Eur. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:59, 8 May 2023
German (Pape)
[Seite 1396] ές, von dunkelm Glanze, d. i. glanzlos, dämmerig, finster, Hesych. erkl. es durch καπνός.
Greek (Liddell-Scott)
ψεφαυγής: -ές, γεν. έος, ὁ σκοτεινῶς λάμπων, ζοφώδης μετὰ λάμψεως, ὡς τὰ κελαινοφαής, μελαμφαὴς, νυκτιλαμπής, Seild. εἰς Εὐρ. Τρῳ. 586, Ι. Α. 110.
Greek Monolingual
-ές, Α
σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι» + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. χρυσαυγής].
Greek Monotonic
ψεφαυγής: -ές, γεν. -έος (αὐγή), αυτός που έχει σκοτεινή λάμψη, δηλ. αυτός που φέγγει ζοφερά, σε Ευρ.
Middle Liddell
ψεφ-αυγής, ές αὐγή
dark-gleaming, i.e. glimmering, gloomy, Eur.