ψαλιδόγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>μτφ.</b> αυτός που η [[γλώσσα]] του [[πάει]] σαν [[ψαλίδι]], πολύ [[φλύαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψαλίδι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), [[πρβλ]]. <i>φαρμακό</i>-<i>γλωσσος</i>].
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>μτφ.</b> αυτός που η [[γλώσσα]] του [[πάει]] σαν [[ψαλίδι]], πολύ [[φλύαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψαλίδι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), [[πρβλ]]. [[φαρμακόγλωσσος]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:00, 8 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
μτφ. αυτός που η γλώσσα του πάει σαν ψαλίδι, πολύ φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίδι + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. φαρμακόγλωσσος].