ὁμήθης: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
m (Text replacement - "of Place" to "of place")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμήθης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) ο [[συνήθης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἦθος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>ήθης</i>, <i>κακο</i>-<i>ήθης</i>)].
|mltxt=[[ὁμήθης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) ο [[συνήθης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἦθος]] (<b>πρβλ.</b> [[ευήθης]], [[κακοήθης]])].
}}
}}

Revision as of 08:13, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμήθης Medium diacritics: ὁμήθης Low diacritics: ομήθης Capitals: ΟΜΗΘΗΣ
Transliteration A: homḗthēs Transliteration B: homēthēs Transliteration C: omithis Beta Code: o(mh/qhs

English (LSJ)

ες, (ἦθος) A = ὁμοήθης, A.R.2.917,3.118, Call.Aet.1.1.5, Nonn.D.5.364, Q.S.9.405. 2 of places, accustomed, λίμνη Nic. Th.415.

German (Pape)

[Seite 330] ες, = ὁμοήθης; ἄνδρες, Ap. Rh. 2, 917; λίμνη, Nic. Th. 415.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμήθης: -ες, (ἦθος) = ὁμοήθης, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 917, Γ. 118· ― ἐπὶ τόπων, εἰθισμένος, συνήθης, Νικ. Θηρ. 415.

Greek Monolingual

ὁμήθης, -ες (Α)
1. αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα με κάποιον άλλο
2. (για τόπο) ο συνήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ἦθος (πρβλ. ευήθης, κακοήθης)].