Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σιωπηρός: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "\] (\w+), (\w+)(:\.)" to "] $1, $2:.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σιωπηρός]], -ά, -όν, ΝΑ<br />[[σιωπηλός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται σε [[κατάσταση]] σιωπής ή αυτός που δηλώνεται με [[σιωπή]] («σιωπηρή [[συγκατάβαση]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σιωπηρώς</i> / <i>σιωπηρῶς</i> ΝΑ<br />με [[σιγή]], σιωπηλά<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χωρίς]] [[κανείς]] να δηλώνει ή να αναφέρει [[κάτι]] («η απόφασή του έγινε σιωπηρώς αποδεκτή»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιωπή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νοσ</i>-<i>ηρός</i>, <i>τολμ</i>-<i>ηρός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό / [[σιωπηρός]], -ά, -όν, ΝΑ<br />[[σιωπηλός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται σε [[κατάσταση]] σιωπής ή αυτός που δηλώνεται με [[σιωπή]] («σιωπηρή [[συγκατάβαση]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σιωπηρώς</i> / <i>σιωπηρῶς</i> ΝΑ<br />με [[σιγή]], σιωπηλά<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χωρίς]] [[κανείς]] να δηλώνει ή να αναφέρει [[κάτι]] («η απόφασή του έγινε σιωπηρώς αποδεκτή»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιωπή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> [[νοσηρός]], [[τολμηρός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σιωπηρός:''' -ά, -όν, = το προηγ., σε Ξεν.
|lsmtext='''σιωπηρός:''' -ά, -όν, = το προηγ., σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 08:20, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐωπηρός Medium diacritics: σιωπηρός Low diacritics: σιωπηρός Capitals: ΣΙΩΠΗΡΟΣ
Transliteration A: siōpērós Transliteration B: siōpēros Transliteration C: siopiros Beta Code: siwphro/s

English (LSJ)

ά, όν, = σιωπηλός (silent, still, quiet, taciturnity, calm), AP 7.199, 211 (both Tymn.) ; σιωπηρότερος (σιωπηλότερος as cited in Ath. 5.188a) X. Smp. 1.9. Adv. σιωπηρῶς Gloss.

German (Pape)

[Seite 887] minder gebr. Nebenform für σιωπ ηλός, L. Dind. u. Bornem. Xen. Conv. 1, 9; vgl. B. A. 113; νυκτὸς ὁδοί, Tymn. 2 (VII, 199).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιωπηρός -ά -όν [σιωπή] stil, zwijgend:. σιωπηραὶ νυκτός... ὁδοί de stille wegen van de nacht AP 7.199.4.

Russian (Dvoretsky)

σιωπηρός: Xen., Anth. = σιωπηλός.

Greek (Liddell-Scott)

σιωπηρός: -ά, -όν, τύπος ἰσοδύναμος πρὸς τὸν προηγούμενον, Ἀνθ. Π. 7. 199, 211· σιωπηρότερος (-λότερος), ὡς μνημονεύεται ἐν Ἀθην. 188Α), Ξεν. Συμπ. 1, 9. Ἐπίρρ. -ρῶς, Mai Coll. Vat. 7, ἐν τέλ..

Greek Monolingual

-ή, -ό / σιωπηρός, -ά, -όν, ΝΑ
σιωπηλός
νεοελλ.
αυτός που γίνεται σε κατάσταση σιωπής ή αυτός που δηλώνεται με σιωπή («σιωπηρή συγκατάβαση»).
επίρρ...
σιωπηρώς / σιωπηρῶς ΝΑ
με σιγή, σιωπηλά
νεοελλ.
χωρίς κανείς να δηλώνει ή να αναφέρει κάτι («η απόφασή του έγινε σιωπηρώς αποδεκτή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιωπή + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσηρός, τολμηρός)].

Greek Monotonic

σιωπηρός: -ά, -όν, = το προηγ., σε Ξεν.