ὁλμειός: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ὁλμειός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλάκα]] [[μέσα]] στην οποία εισέρχεται και στερεώνεται το [[κάτω]] [[άκρο]] της ατράκτου βαρούλκου πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br />[[στρογγυλός]] [[λίθος]] με τον οποίο έκοβαν τα όσπρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅλμος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειός</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=ο (Α [[ὁλμειός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλάκα]] [[μέσα]] στην οποία εισέρχεται και στερεώνεται το [[κάτω]] [[άκρο]] της ατράκτου βαρούλκου πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br />[[στρογγυλός]] [[λίθος]] με τον οποίο έκοβαν τα όσπρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅλμος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ειός</i> (<b>πρβλ.</b> [[αμνειός]], [[στελειός]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 8 May 2023
English (LSJ)
ὁ, mortar, Sch.Ar.V.238.
German (Pape)
[Seite 324] ὁ, = ὅλμος, nach Schol. Ar. Vesp. 238 στρογγύλος λίθος, εἰς ὃν κόπτουσιν ὄσπρια, u. so Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλμειός: ὁ, = ὅλμος ΙΙ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 238.
Greek Monolingual
ο (Α ὁλμειός)
νεοελλ.
πλάκα μέσα στην οποία εισέρχεται και στερεώνεται το κάτω άκρο της ατράκτου βαρούλκου πλοίου
αρχ.
στρογγυλός λίθος με τον οποίο έκοβαν τα όσπρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅλμος + επίθημα -ειός (πρβλ. αμνειός, στελειός)].