μυριοστύς: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυριοστύς]], ἡ (Α)<br />στρατιωτική [[μονάδα]] που αποτελείται από [[δέκα]] χιλιάδες άνδρες, η [[μυριάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύριοι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τυ</i>-<i>ς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εκατοσ</i>-<i>τύς</i>, <i>χιλιοσ</i>-<i>τύς</i>)].
|mltxt=[[μυριοστύς]], ἡ (Α)<br />στρατιωτική [[μονάδα]] που αποτελείται από [[δέκα]] χιλιάδες άνδρες, η [[μυριάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύριοι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τυ</i>-<i>ς</i> (<b>πρβλ.</b> [[εκατοστύς]], [[χιλιοστύς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:29, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐοστύς Medium diacritics: μυριοστύς Low diacritics: μυριοστύς Capitals: ΜΥΡΙΟΣΤΥΣ
Transliteration A: myriostýs Transliteration B: myriostys Transliteration C: myriostys Beta Code: muriostu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ, body of ten thousand, X.Cyr.6.3.20.

German (Pape)

[Seite 220] ύος, ἡ, eine Zahl, Menge von zehntausend, Xen. Cyr. 6, 3, 20 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
ensemble de dix mille.
Étymologie: μυρίος.

Russian (Dvoretsky)

μῡριοστύς: ύος ἡ десятитысячный отряд Xen.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριοστύς: -ύος, ἡ, μυριάς, σῶμα στρατιωτικὸν ἐκ δεκακισχιλίων ἀνδρῶν, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 20.

Greek Monolingual

μυριοστύς, ἡ (Α)
στρατιωτική μονάδα που αποτελείται από δέκα χιλιάδες άνδρες, η μυριάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύριοι + επίθημα -τυ-ς (πρβλ. εκατοστύς, χιλιοστύς)].

Greek Monotonic

μῡριοστύς: -ύος, ἡ, στρατιωτικό σώμα αποτελούμενο από δέκα χιλιάδες άνδρες, σε Ξεν.

Middle Liddell

μῡριοστύς, ύος, ἡ,
a body of ten thousand, Xen.