Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ογκηρός: Difference between revisions

From LSJ
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀγκηρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> εξογκωμένος, [[ογκώδης]], πρησμένος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πομπώδης]] («ἐν τραγωδίᾳ, [[πράγματι]] ὀγκηρῷ φύσει», Λογγίν.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀγκηρόν</i><br />[[κομπορρημοσύνη]], [[στόμφος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὀγκηρότερον διάγειν» — το να συμπεριφέρεται [[κάποιος]] με μεγαλύτερη [[αλαζονεία]], αλαζονικότερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄγκος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αιχμ</i>-<i>ηρός</i>)].
|mltxt=[[ὀγκηρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> εξογκωμένος, [[ογκώδης]], πρησμένος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πομπώδης]] («ἐν τραγωδίᾳ, [[πράγματι]] ὀγκηρῷ φύσει», Λογγίν.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀγκηρόν</i><br />[[κομπορρημοσύνη]], [[στόμφος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὀγκηρότερον διάγειν» — το να συμπεριφέρεται [[κάποιος]] με μεγαλύτερη [[αλαζονεία]], αλαζονικότερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄγκος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. [[αιχμηρός]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:40, 8 May 2023

Greek Monolingual

ὀγκηρός, -ά, -όν (Α)
1. εξογκωμένος, ογκώδης, πρησμένος
2. μτφ. πομπώδης («ἐν τραγωδίᾳ, πράγματι ὀγκηρῷ φύσει», Λογγίν.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀγκηρόν
κομπορρημοσύνη, στόμφος
4. φρ. «ὀγκηρότερον διάγειν» — το να συμπεριφέρεται κάποιος με μεγαλύτερη αλαζονεία, αλαζονικότερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιχμηρός)].