νομόνδε: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
mNo edit summary |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νομόνδε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> στη [[βοσκή]], [[προς]] το βοσκοτόπι («μυκηθμῷ δ' ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο [[νομόνδε]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αιτ. <i>νομόν</i> του [[νομός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δε</i> ( | |mltxt=[[νομόνδε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> στη [[βοσκή]], [[προς]] το βοσκοτόπι («μυκηθμῷ δ' ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο [[νομόνδε]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αιτ. <i>νομόν</i> του [[νομός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δε</i> ([[πρβλ]]. [[κρήνηνδε]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:45, 8 May 2023
English (LSJ)
Adv., (νομός) to pasture, Il.18.575, Od.9.438.
French (Bailly abrégé)
adv.
au pâturage avec mouv.
Étymologie: νομός, -δε.
German (Pape)
zur Weide, Il. 18.575 und a. D.
Russian (Dvoretsky)
νομόνδε: adv. к пастбищу, на пастбище Hom.
Greek (Liddell-Scott)
νομόνδε: Ἐπίρρ., (νομὸς) εἰς βοσκήν, Ἰλ. Σ. 575, Ὀδ. Ι. 438.
Greek Monolingual
νομόνδε (Α)
επίρρ. στη βοσκή, προς το βοσκοτόπι («μυκηθμῷ δ' ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο νομόνδε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. νομόν του νομός + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. κρήνηνδε)].
Greek Monotonic
νομόνδε: (νομός), επίρρ., στη βοσκή, προς τον τόπο της βοσκής, σε Όμηρ.