μώλωπας: Difference between revisions
From LSJ
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
(26) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[μώλωψ]], ο (ΑΜ [[μώλωψ]])<br />το [[σημάδι]] κακώσεως ή τραύματος ή μελανωπού πρηξίματος της εξωτερικής επιφάνειας του σώματος το οποίο [[συνήθως]] προκαλείται από [[σύνθλιψη]], δαρμό ή και [[πτώση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[πληγή]], [[τραύμα]]<br /><b>2.</b> [[θρόμβος]] αίματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξάνθημα]] που μοιάζει με [[τσίμπημα]] κουνουπιού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πορφύρεοι μώλωπες»<br />(σκωπτικά) οι βασιλείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>μώλ</i>-<i>ωψ</i> εμφανίζει την εκτεταμένη-ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] ( <i>m</i><i>ō</i><i>l</i>-) της ΙΕ ρίζας <i>mel</i>- «[[σκοτεινά]], σκούρα χρώματα - [[βρομίζω]]» και κατάλ. -<i>ωψ</i> ( | |mltxt=και [[μώλωψ]], ο (ΑΜ [[μώλωψ]])<br />το [[σημάδι]] κακώσεως ή τραύματος ή μελανωπού πρηξίματος της εξωτερικής επιφάνειας του σώματος το οποίο [[συνήθως]] προκαλείται από [[σύνθλιψη]], δαρμό ή και [[πτώση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[πληγή]], [[τραύμα]]<br /><b>2.</b> [[θρόμβος]] αίματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξάνθημα]] που μοιάζει με [[τσίμπημα]] κουνουπιού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πορφύρεοι μώλωπες»<br />(σκωπτικά) οι βασιλείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>μώλ</i>-<i>ωψ</i> εμφανίζει την εκτεταμένη-ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] ( <i>m</i><i>ō</i><i>l</i>-) της ΙΕ ρίζας <i>mel</i>- «[[σκοτεινά]], σκούρα χρώματα - [[βρομίζω]]» και κατάλ. -<i>ωψ</i> ([[πρβλ]]. [[θυμάλωψ]], [[ὕδρωψ]]). Συνδέεται με τα [[μέλας]], [[μολύνω]], [[καθώς]] και με λεττον. <i>melns</i> «[[μαύρος]]», λιθουαν. <i>melas</i>, <i>mel</i>-<i>yme</i> «[[μώλωπας]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:39, 8 May 2023
Greek Monolingual
και μώλωψ, ο (ΑΜ μώλωψ)
το σημάδι κακώσεως ή τραύματος ή μελανωπού πρηξίματος της εξωτερικής επιφάνειας του σώματος το οποίο συνήθως προκαλείται από σύνθλιψη, δαρμό ή και πτώση
μσν.
1. (κατ' επέκτ.) πληγή, τραύμα
2. θρόμβος αίματος
αρχ.
1. εξάνθημα που μοιάζει με τσίμπημα κουνουπιού
2. φρ. «πορφύρεοι μώλωπες»
(σκωπτικά) οι βασιλείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μώλ-ωψ εμφανίζει την εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα ( mōl-) της ΙΕ ρίζας mel- «σκοτεινά, σκούρα χρώματα - βρομίζω» και κατάλ. -ωψ (πρβλ. θυμάλωψ, ὕδρωψ). Συνδέεται με τα μέλας, μολύνω, καθώς και με λεττον. melns «μαύρος», λιθουαν. melas, mel-yme «μώλωπας»].