ὀγδοηκοντούτης: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=θηλ. ογδοηκοντούτις, ουδ. ογδοηκοντούτες, και [[ογδοηκονταετής]], -ές (ΑΜ [[ὀγδοηκοντούτης]], -ες, θηλ. και ὀγδοηκοντοῦτις, -ιδος, Α και ὀγδωκοντ[α][[έτης]] και [[ογδωκοντούτης]], -ες και ιων. τ. ὀγδοηκονταετής, -ες)<br />αυτός που έχει [[ηλικία]] [[ογδόντα]] ετών, [[ογδοντάρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που διαρκεί [[ογδόντα]] έτη («[[ογδοηκονταετής]] [[περίοδος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ὀγδοηκονταετής</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὀγδοήκοντα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ετης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεντηκοντα</i>-<i>ετής</i>. Ο τ. [[ὀγδοηκοντούτης]], -<i>ον</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀγδοηκονταετής</i>, με [[συναίρεση]] και αναβιβασμό του τόνου. Με αυτόν τον τρόπο το <i>ὀγδοηκονταετής</i> από την γ' [[κλίση]] περνά στην α' [[κλίση]] ( | |mltxt=θηλ. ογδοηκοντούτις, ουδ. ογδοηκοντούτες, και [[ογδοηκονταετής]], -ές (ΑΜ [[ὀγδοηκοντούτης]], -ες, θηλ. και ὀγδοηκοντοῦτις, -ιδος, Α και ὀγδωκοντ[α][[έτης]] και [[ογδωκοντούτης]], -ες και ιων. τ. ὀγδοηκονταετής, -ες)<br />αυτός που έχει [[ηλικία]] [[ογδόντα]] ετών, [[ογδοντάρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που διαρκεί [[ογδόντα]] έτη («[[ογδοηκονταετής]] [[περίοδος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ὀγδοηκονταετής</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὀγδοήκοντα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ετης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεντηκοντα</i>-<i>ετής</i>. Ο τ. [[ὀγδοηκοντούτης]], -<i>ον</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀγδοηκονταετής</i>, με [[συναίρεση]] και αναβιβασμό του τόνου. Με αυτόν τον τρόπο το <i>ὀγδοηκονταετής</i> από την γ' [[κλίση]] περνά στην α' [[κλίση]] ([[πρβλ]]. [[εξηκοντούτης]], [[εκατοντούτης]]). Οι τ. <i>ὀγδωκονταέτης</i> / <i>ὀγδωκοντούτης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὀγδώκοντα]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:40, 8 May 2023
English (LSJ)
ες, (ἔτος) eighty years old, App.BC4.25, Gal.6.360, Luc.Herm.77 :—fem. ὀγδοηκοντα-οῦτις, D. C.61.19 : Ion. ὀγδωκοντᾰέτης, ες, Sol.20.4, Simon. 146; ὀγδωκοντούτης, App.Anth.2.642 (Perinthus); ὀγδωκον[τέτης], IG9(1).875 (Corc., ii B. C., metr.).
German (Pape)
[Seite 290] s. ὀγδοηκονταέτης. Dazu fem. ὀγδοηκοντοῦτις, D. Cass. 61, 19.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
de 80 ans.
Étymologie: ὀγδοήκοντα, ἔτος.
Russian (Dvoretsky)
ὀγδοηκοντούτης: Luc. = ὀγδοηκονταέτης.
Greek (Liddell-Scott)
ὀγδοηκοντούτης: -ες, (ἔτος) ὁ ἔχων ἡλικίαν ὀγδοήκοντα ἐτῶν, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 25, Λουκ. Ἑρμότ. 77· θηλ. -οῦτις, Δίων Κάσσ. 61. 10· - Ἰων. κ. Δωρ. ὀγδοκονταέτης, ες, Σόλων 22. 4, Σιμωνίδ. 148, 149· ὀγδωκοντούτης, Συλλ. Ἐπιγρ. 2025.
Greek Monolingual
θηλ. ογδοηκοντούτις, ουδ. ογδοηκοντούτες, και ογδοηκονταετής, -ές (ΑΜ ὀγδοηκοντούτης, -ες, θηλ. και ὀγδοηκοντοῦτις, -ιδος, Α και ὀγδωκοντ[α]έτης και ογδωκοντούτης, -ες και ιων. τ. ὀγδοηκονταετής, -ες)
αυτός που έχει ηλικία ογδόντα ετών, ογδοντάρης
νεοελλ.
αυτός που διαρκεί ογδόντα έτη («ογδοηκονταετής περίοδος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀγδοηκονταετής < ὀγδοήκοντα + -ετης (< ἔτος), πρβλ. πεντηκοντα-ετής. Ο τ. ὀγδοηκοντούτης, -ον < ὀγδοηκονταετής, με συναίρεση και αναβιβασμό του τόνου. Με αυτόν τον τρόπο το ὀγδοηκονταετής από την γ' κλίση περνά στην α' κλίση (πρβλ. εξηκοντούτης, εκατοντούτης). Οι τ. ὀγδωκονταέτης / ὀγδωκοντούτης < ὀγδώκοντα.
Greek Monotonic
ὀγδοηκοντούτης: -ες (ἔτος), αυτός που έχει ηλικία ογδόντα ετών, σε Λουκ.· Ιων. και Δωρ., ὀγδωκοντᾰ-έτης, -ες, σε Σόλωνα.
Middle Liddell
ὀγδοηκοντ-ούτης, ες ἔτος
eighty years old, Luc.:— ionic and doric ὀγδωκοντα-έτης, ες, Solon.