μυλακρίς: Difference between revisions
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
m (LSJ2 replacement) |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μυλακρίς]] και [[μυλαβρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] σκαθαριού που ζει σε μύλους και κλιβάνους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μυλακρὶς]] λᾱας» — [[μυλόπετρα]], [[μυλίτης]] [[λίθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλακρος]] «[[μυλόπετρα]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] <i>ίς</i>, -[[ίδος]] ( | |mltxt=[[μυλακρίς]] και [[μυλαβρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] σκαθαριού που ζει σε μύλους και κλιβάνους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μυλακρὶς]] λᾱας» — [[μυλόπετρα]], [[μυλίτης]] [[λίθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλακρος]] «[[μυλόπετρα]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] <i>ίς</i>, -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. [[αμπελίς]], [[μηλίς]]). Η λ. [[επίσης]] έχει συνδεθεί με τη λ. [[ακρίς]] και έχει θεωρηθεί [[είδος]] ακρίδας. Παραδίδεται, [[τέλος]], και ο τ. [[μυλαβρίς]], πιθ. κατ' [[επίδραση]] του επιθ. [[αβρός]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μῠλακρίς:''' ίδος ἡ хлебный жучок Arph. | |elrutext='''μῠλακρίς:''' ίδος ἡ хлебный жучок Arph. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:41, 8 May 2023
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, cockroach found in mills and bakehouses, Ar. Fr. 583; — written μυλαβρίς in Pl.Com. 73 (ap. Phot.); both forms in Poll. 7.180.
German (Pape)
[Seite 217] ίδος, ἡ, = μυλαβρίς, Hesych.; auch die Müllerinn, Poll. 7, 180; – μυλακρὶς λᾶας, Mühlstein, Alex. Aet. 5, 31.
French (Bailly abrégé)
ίδος
1 adj. f. qui sert à moudre;
2 (ἡ) blatte insecte qui ronge la farine.
Étymologie: μύλη, ἀκρίς.
Greek Monolingual
μυλακρίς και μυλαβρίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. είδος σκαθαριού που ζει σε μύλους και κλιβάνους
2. φρ. «μυλακρὶς λᾱας» — μυλόπετρα, μυλίτης λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλακρος «μυλόπετρα» + επίθημα ίς, -ίδος (πρβλ. αμπελίς, μηλίς). Η λ. επίσης έχει συνδεθεί με τη λ. ακρίς και έχει θεωρηθεί είδος ακρίδας. Παραδίδεται, τέλος, και ο τ. μυλαβρίς, πιθ. κατ' επίδραση του επιθ. αβρός].
Russian (Dvoretsky)
μῠλακρίς: ίδος ἡ хлебный жучок Arph.