τεμαχίτης: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(για μεγάλα ψάρια) αυτός που μπορεί να κοπεί σε μεγάλα κομμάτια για να παστωθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέμαχος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>σελην</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=ὁ, Α<br />(για μεγάλα ψάρια) αυτός που μπορεί να κοπεί σε μεγάλα κομμάτια για να παστωθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέμαχος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[σεληνίτης]])].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[ῑ], ὁ, [[ἰχθύς]], <i>ein großer [[Meerfisch]], der [[zerschnitten]] und [[eingesalzen]] wird; Schol. Ar. Eq</i>. 283; Eubul. bei Ath. VII.340d; Alciphr. 3.5.
|ptext=[ῑ], ὁ, [[ἰχθύς]], <i>ein großer [[Meerfisch]], der [[zerschnitten]] und [[eingesalzen]] wird; Schol. Ar. Eq</i>. 283; Eubul. bei Ath. VII.340d; Alciphr. 3.5.
}}
}}

Revision as of 15:08, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεμᾰχίτης Medium diacritics: τεμαχίτης Low diacritics: τεμαχίτης Capitals: ΤΕΜΑΧΙΤΗΣ
Transliteration A: temachítēs Transliteration B: temachitēs Transliteration C: temachitis Beta Code: temaxi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, sliced and salted, ἰχθῦς Eub.9, Alciphr.3.5, cf. PFlor.388.24 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

τεμᾰχίτης: -ου, ὁ, ἐπὶ μεγάλων ἰχθύων, οὓς δύναταί τις νὰ κόψῃ εἰς τεμάχια πρὸς ταριχείαν, ἐκ ζεόντων λοπαδίων... τεμαχίτας Εὔβουλος ἐν «Ἀνασωζομένοις» 1. 4, Ἀλκίφρων 3. 5.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(για μεγάλα ψάρια) αυτός που μπορεί να κοπεί σε μεγάλα κομμάτια για να παστωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέμαχος + επίθημα -ίτης (πρβλ. σεληνίτης)].

German (Pape)

[ῑ], ὁ, ἰχθύς, ein großer Meerfisch, der zerschnitten und eingesalzen wird; Schol. Ar. Eq. 283; Eubul. bei Ath. VII.340d; Alciphr. 3.5.