τυφήρης: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆρες, Α<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από [[τύφη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[λύχνος]] [[τυφήρης]]» — [[λύχνος]] αναμμένος, [[λυχνάρι]] που καίει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύφη]] (Ι) ή από το ρ. <i>τύφομαι</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήρης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-[[ήρης]])].
|mltxt=-ῆρες, Α<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από [[τύφη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[λύχνος]] [[τυφήρης]]» — [[λύχνος]] αναμμένος, [[λυχνάρι]] που καίει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύφη]] (Ι) ή από το ρ. <i>τύφομαι</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήρης]] ([[πρβλ]]. [[ποδήρης]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:15, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυφήρης Medium diacritics: τυφήρης Low diacritics: τυφήρης Capitals: ΤΥΦΗΡΗΣ
Transliteration A: typhḗrēs Transliteration B: typhērēs Transliteration C: tyfiris Beta Code: tufh/rhs

English (LSJ)

ες, made from τύφη, λύχνος AP6.249 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1165] ες, in Brand gesetzt, angezündet, brennend, λύχνος Antip. Thess. 13 (VI, 249).

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui est en feu, qui brûle.
Étymologie: τῦφος, ἄρω.

Russian (Dvoretsky)

τῡφήρης: зажженный, горящий (λύχνος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τῡφήρης: -ες, πεποιημένος ἐκ τύφης· λύχνος Ἀνθ. Π. 6. 249.

Greek Monolingual

-ῆρες, Α
1. κατασκευασμένος από τύφη
2. φρ. «λύχνος τυφήρης» — λύχνος αναμμένος, λυχνάρι που καίει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύφη (Ι) ή από το ρ. τύφομαι + κατάλ. -ήρης (πρβλ. ποδήρης)].

Greek Monotonic

τῡφήρης: -ες, ὁ, κατασκευασμένος από τύφη, σε Ανθ.

Middle Liddell

τῡφ-ήρης, ες [from τύφη
made from τύφη, Anth.