ποδηγέτης: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />αυτός που ποδηγετεί, που οδηγεί ή καθοδηγεί κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἡγέτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>αρχ</i>-[[ηγέτης]], <i>ιππ</i>-[[ηγέτης]])].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />αυτός που ποδηγετεί, που οδηγεί ή καθοδηγεί κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἡγέτης]] ([[πρβλ]]. [[αρχηγέτης]], [[ιππηγέτης]])].
}}
}}

Revision as of 15:25, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδηγέτης Medium diacritics: ποδηγέτης Low diacritics: ποδηγέτης Capitals: ΠΟΔΗΓΕΤΗΣ
Transliteration A: podēgétēs Transliteration B: podēgetēs Transliteration C: podigetis Beta Code: podhge/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, leader, guide, Lyc.385, D.C.40.25(pl.).

German (Pape)

[Seite 643] ὁ, wie ποδηγός, Führer, Wegweiser, Anführer, Sp., wie D. Cass. 40, 25.

Greek (Liddell-Scott)

ποδηγέτης: -ου, ὁ, ὡς τὸ ποδηγός, ὁδηγός, Λυκόφρ. 385.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
αυτός που ποδηγετεί, που οδηγεί ή καθοδηγεί κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἡγέτης (πρβλ. αρχηγέτης, ιππηγέτης)].